-
1 λεωφόρος
λεωφόρος, ον,A v. λαοφόρος. [full] λῇ, [full] λῇς, etc., v. λῶ. [full] ληβόλε· λιθοβόλε, ἄξιε λιθασθῆναι, Hsch. [full] ληβολία· δημοσία κοπρία, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεωφόρος
-
2 λεωφόρος
λαοφόροςbearing people: masc /fem nom sgλεωφόροςbearing people: masc /fem nom sg -
3 λεωφόρος
avenueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λεωφόρος
-
4 λεωφόρ'
λεωφόρα, λαοφόροςbearing people: neut nom /voc /acc plλεωφόρε, λαοφόροςbearing people: masc /fem voc sgλεωφόρα, λεωφόροςbearing people: neut nom /voc /acc plλεωφόρε, λεωφόροςbearing people: masc /fem voc sg -
5 λεωφόρον
λαοφόροςbearing people: masc /fem acc sgλαοφόροςbearing people: neut nom /voc /acc sgλεωφόροςbearing people: masc /fem acc sgλεωφόροςbearing people: neut nom /voc /acc sg -
6 λαοφόρος
A bearing people, λαοφόρον καθ' ὁδόν on a highway, thoroughfare, Il.15.682;λαοφόρου ἐπέβησαν.. κελεύθου Theoc.25.155
; ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων (v.l. λαοφ-) πυλέων over the gates of greatest thoroughfare, Hdt.1.187.2 Subst., λ. (sc. ὁδός), ἡ, highway,τὰς λεωφόρους μὴ βαδίζειν Pythag.
ap. Porph.VP42, Ael.VH4.17, cf. Iamb.Protr. 21.δ, D.L.8.17;λεωφόρους πρὸς ἐκτροπάς E.Rh. 881
( λαοφ- codd.; λεωφόρου from the highway, cj. Vater);τῶν ἐκ τῆς χώρας λ. εἰς τὴν πόλιν.. τεταμένων Pl.Lg. 763c
, cf. Ph.1.16, Paus.9.2.2, Jul.Or.6.184d, 7.225c, and v. λεώβατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοφόρος
-
7 λεωφόρα
λαοφόροςbearing people: neut nom /voc /acc plλεωφόροςbearing people: neut nom /voc /acc pl -
8 λεωφόρε
λαοφόροςbearing people: masc /fem voc sgλεωφόροςbearing people: masc /fem voc sg -
9 λεωφόροι
λαοφόροςbearing people: masc /fem nom /voc plλεωφόροςbearing people: masc /fem nom /voc pl -
10 λεωφόροις
λαοφόροςbearing people: masc /fem /neut dat plλεωφόροςbearing people: masc /fem /neut dat pl -
11 λεωφόρου
λαοφόροςbearing people: masc /fem /neut gen sgλεωφόροςbearing people: masc /fem /neut gen sg -
12 λεωφόρους
λαοφόροςbearing people: masc /fem acc plλεωφόροςbearing people: masc /fem acc pl -
13 λεωφόρω
λαοφόροςbearing people: masc /fem /neut dat sgλεωφόροςbearing people: masc /fem /neut dat sg -
14 λεωφόρῳ
λαοφόροςbearing people: masc /fem /neut dat sgλεωφόροςbearing people: masc /fem /neut dat sg -
15 λεωφόρων
λαοφόροςbearing people: masc /fem /neut gen plλεωφόροςbearing people: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… … Dictionary of Greek
λεωφόρος — λαοφόρος bearing people masc/fem nom sg λεωφόρος bearing people masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεωφόρος — η μεγάλος και πλατύς δρόμος που βρίσκεται μέσα σε αστική περιοχή: Έχει κατάστημα σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Проспект Василиссис Софиас — … Википедия
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Афинский трамвай — Трамвайная система Страна … Википедия
Avenue Mesogeion — Mesogeion et Kifissias dans le quartier d Ambelokipi. L avenue Mesogeion (Λεωφόρος Μεσογείων « avenue de Mésogée », du nom de la plaine de Mésogée) est le nom d une importante avenue du nord est d Athènes. Sommaire … Wikipédia en Français
Академия Платона (район Афин) — … Википедия
Протопсалти, Алкистис — Алкистис Протопсалти … Википедия
Эллиноросон — … Википедия