-
1 εκδρομαί
-
2 ἐκδρομαί
-
3 πρόσκαιρος
πρόσκαιρος, ον,A occasional, extraordinary,ἑορτή IG22.1368.44
; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond.3.979.19(iv A.D.);τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp.168.36
(vi A.D.).4 πρόσκαιρον, τό, agreement having temporary validity, Sammelb.6000v.35 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκαιρος
См. также в других словарях:
ἐκδρομαί — ἐκδρομή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)