Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἕκτορ'

См. также в других словарях:

  • Ἕκτορ — Ἕκτωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτορ — ἕκτωρ holding fast masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕκτορ' — Ἕκτορα , Ἕκτωρ masc acc sg Ἕκτορι , Ἕκτωρ masc dat sg Ἕκτορε , Ἕκτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκτορ' — ἕκτορα , ἕκτωρ holding fast masc/fem acc sg ἕκτορι , ἕκτωρ holding fast masc/fem dat sg ἕκτορε , ἕκτωρ holding fast masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπερλιόζ, Λουί Εκτόρ — (Luis Hector Berlioz, Λα Κοτ Σεντ Αντρέ 1803 – Παρίσι 1869). Γάλλος συνθέτης. Η σπάνια προσωπικότητά του μόνο τελευταία εκτιμήθηκε, στην έκταση της πολύμορφης δραστηριότητάς του ως μελετητή, μαχητή, συνθέτη, διευθυντή ορχήστρας και τέλος… …   Dictionary of Greek

  • Μαλό, Εκτόρ Ανρί — (Hector Henri Malot, Λα Μπουίγ, 1830 – Φοντενε σου Μπουά, 1907). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε να γράφει εργαζόμενος στο συμβολαιογραφείο του πατέρα του. Το πρώτο του βιβλίο, Οι εραστές (Les amants, 1859), γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Συνέχισε στο ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… …   Dictionary of Greek

  • προμαχίζω — Α [πρόμαχος] 1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.) 2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»