Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐμαυτῷ

См. также в других словарях:

  • ἐμαυτῶ — ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτῷ — ἐμαυτοῦ of me masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'μαυτῷ — ἐμαυτῷ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαυτῶι — ἐμαυτῷ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀμαυτῷ — ἐμαυτῷ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμαυτῶι — ἐμαυτῷ , ἐμαυτοῦ of me masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Согласование — (грамм.). Под именем С. разумеется более или менее полное уподобление грамматической формы одного слова грамматической форме другого, с которым первое находится в ближайшей связи. С. является результатом присущего флектирующим языкам стремления… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • προσαιρούμαι — έομαι, Α [αἱροῡμαι] 1. εκλέγω και προσθέτω («δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους», Θουκ.) 2. εκλέγω επιπροσθέτως 3. (σπάν. το ενεργ.) προσαιρῶ, έω διορίζω κάποιον ως βοηθό μου 4. φρ. «ἐμαυτῷ προσαιροῡμαί τινα» προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»