Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

υἱύς

См. также в других словарях:

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • сын — I I, род. п. а, мн. сыновья (из *сынове по аналогии *bratrь̂ja; см. Дурново, Очерк 285; едва ли из *сынова, как предполагает Соболевский (Лекции 218, 220); укр. син, блр. сын, др. русск., ст. слав. сынъ υἱός (Остром., Супр.), болг. синът,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φίτυ — τὸ, Α (ποιητ. τ.) φίτυμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ τυ (για το σπάνιο επίθημα τυ, πρβλ. ἄσ τυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή *bhū τής ΙΕ ρίζας *bhew «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • seu-2, (seu̯ǝ-), sū̆ - —     seu 2, (seu̯ǝ ), sū̆     English meaning: to bear child; son     Deutsche Übersetzung: “gebären”     Material: O.Ind. sū tē (süuti), sūyatē (sūyati), savati “gebiert, zeugt”, sū ḥ “progenitor”, sū tum. ‘schwangerschaft” (: *sūtu s in O.Ir.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»