-
1 ἄκρον
A like ἄκρα, highest or farthest point:1 mountain top, peak,Γάργαρον ἄκρον Ἴδης Il.14.292
;ἄκρον ὑπερβαλέειν Od.11.597
; τὰ ἄκρα heights, Hdt.6.100, Pl.Criti. 110e, etc.3 end, extremity, τὰ ἄ. τῆς θαλάσσης, [τοῦἀέρος], Pl.Phd. 109d, 109e; ἄκρα χειρῶν hands, Luc. Im.6; ἐξ ἄκρων at the end, Ar.Fr.29;ἐξ ἄκρου Com.Adesp.398
;ἐπ' ἄκροις Pl.Sph. 220d
:—border, frontier, Plb.1.42.2.II metaph., highest pitch, height,πανδοξίας ἄκρον Pi.N.1.11
; εἰς ἄκρον ἀνδρείας ἱκέσθαι to highest pitch, Simon.58; εἰς ἄκρον ἁδύς exceedingly, Theoc. 14.61; ἐπ' ἄκρον ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Pl.Plt. 268e, Ti. 20a;πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι Id.Phdr. 247b
;ἄκρον ἔχων σοφίης Epigr.Gr.442
([place name] Nabataea);ἄκρον ἐρώτων εἰδότος, ἄκρα μάχας AP7.448
(Leon.):—ἄκρα, τά, heights, highest point, οὔτοι ποθ' ἥξει (sic)τῶν ἄκρων ἄνευ πόνου S.Fr. 397
; ἄκρα φέρεσθαι win prize, Theoc.12.31;ἄκρα φέρουσ' ἀρετῆς ὑμῖν Epigr.Gr. 224.2
([place name] Samos).2 of persons, Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί pride of Argos, Theoc.15.142.IV in Logic of Arist. τὰ ἄκρα are major and minor terms of syllogism, opp. to μέσον or middle, APr. 25b36, al. -
2 άκρον
ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc sgἄκροςat the farthest point: masc acc sgἄκροςat the farthest point: neut nom /voc /acc sgἄκρωνmasc voc sg -
3 ἄκρον
ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc sgἄκροςat the farthest point: masc acc sgἄκροςat the farthest point: neut nom /voc /acc sgἄκρωνmasc voc sg -
4 ἄκρον
ἄκρον, ου, τό (Hom.+; really neut. of ἄκρος W-S. §20, 12c; Rob. 775) high point, top ὄρους of a mountain (Ex 34:2) Hs 9, 1, 4; ἐπʼ ἄκρον ὄρους ὑψηλοῦ[ς] on the top of a high mountain (Is 28:4) Ox 1 recto, 16 (ASyn. 53, 22; cp. GTh 32). τὸ ἄ. τῆς ῥάβδου the top of his staff Hb 11:21 (Gen 47:31). τὸ ἀ. τοῦ δακτύλου (schol. on Nicander, Ther. 383 τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων; cp. 4 Macc 10:7; Philo, De Prov. in Eus., PE 8, 14, 65; Jos., Ant. 11, 234; Just., D. 91, 2 of the arms of the cross) a finger tip Lk 16:24; of the tip of a stick Hs 8, 1, 14; 8, 10, 1.—Extreme limit, end (Pla., Phd. 109d ἄ. τῆς θαλάσσης; POxy 43 verso I, 17; PThéad 19, 12; En 26:4; Jos., Ant. 14, 299; τὰ ἀ. τῆς γῆς Theoph. Ant. 2, 35 [p. 188, 10]): ἀπʼ ἄ. οὐρανῶν ἕως ἄ. αὐτῶν from one end of heaven to the other Mt 24:31 (Dt 30:4; Ps 18:7; cp. Dt 4:32; Jos., Ant. 19, 6 ἀπʼ ἄκρων ἐπʼ ἄκρα; Just., D. 64, 7 ἀπʼ ἄκρων τῶν οὐρανῶν). The expr. found in the OT pass. mentioned is mixed w. the one found in Dt 13:8 and Jer 12:12 (cp. PsSol 17:31) in ἀπʼ ἄ. γῆς ἕως ἄ. οὐρανοῦ Mk 13:27.—B. 854; 856. DELG s.v. ἀκ-. M-M s.v. ἄκρο. -
5 Ακρον
-
6 Ἄκρον
-
7 ἄκρον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄκρον
-
8 ἄκρος
a lit. highestΖηνὸς ἐπ' ᾰκροτάτῳ βωμῷ O. 6.70
ἀπ' ἄκρας Ταινάρου i. e. the headland of Tainaron P. 4.174 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]α ὀρέων ὕπερ ἔστα (supp. Meineke.) fr. 51a. 3. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ᾰκραν ἀνορούσαισ on the highest part of O. 7.36b met.νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς O. 13.15
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ᾰκρον P. 9.118
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18
c of time, first, foremost, earliestἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο P. 5.7
ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10
d met., pro subs., peak, summit τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55ἔστι δἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.11
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
e dub. ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε. (supp. Snell.) Δ. 4. 40. -
9 ἄκρος
A v. ἀκή A) at the farthest point or end, hence either topmost, outermost, or inmost.1 highest, topmost,ἀκροτάτῃ κορυφῇ Il.1.499
, al.; ἐν πόλει ἄκρῃ, = ἐν ἀκροπόλει, Il.6.88, cf. 257;ἄκρῳ Ὀλύμπῳ 13.523
;ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ 14.352
; λάψοντες.. μέλαν ὕδωρ ἄκρον at its surface, 16.162; ἄκρον ῥινόν surface of skin, Od.22.278; ἐπ' ἄκρων ὀρέων o mountain tops, S.OT 1106: [comp] Sup.ἀκρότατος, ὔσδος Sapph.93.2
; ὀρόφοισι Orac. ap. Hdt.7.140.2 outermost, πεδίον ἐπ' ἄκρον to the farthest edge of the plain, S.Ant. 1197; κατ' ἄκρας σπιλάδος from the surface of a stone, Id.Tr. 678; esp. of extremities of body, ἄ. χείρ, πόδες, ὦμος, end of hand, ends of feet, tip of shoulder, Il.5.336, 16.640, 17.599;ἄκρων χειρῶν καὶ ποδῶν Hdt.1.119
, cf. Th.2.49, Pl.La. 183b, Ti. 76e; but τὸ ἄ. τῆς χειρός, τοῦ ποδός, thumb, great toe, LXX Ex.29.20, Le.18.22;γλῶσσαν ἄκραν S.Aj. 238
; πίτυν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων by the top of the crown, Cratin. 296:—ἐπ' ἄκρων [δακτύλων] on tiptoe, S.Aj. 1230, ubi v. Sch.; comically, ἐπ' ἄκρων πυγιδίων on tip-tail, Ar.Ach. 638; ;παρ' ἄκρας τρίχας Or. 128
;ἀκροτάτοις χείλεσι Epigr.Gr. 547.8
:— οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not from the outside of the heart, i.e. from the in mostheart, A.Ag. 805, cf. E.Hec. 242; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with mere edges of sail, i.e. under close-reejed sails, Id.Med. 524, cf. Ar.Ra. 999.b Geom., of the extremity of a line,ἡ ἐπ' ἄκραν τὴν ἀποληφθεῖσαν ἀγομένη Apollon.
Perg.Con. 4.8: Math., of extremes in a proportion, Pl.Ti. 36a, etc.; εἰς ἄκρον καὶ μέσον λόγον τέμνειν cut in extremeand mean ratio, Euc.6.30, cf.5 Def.17.c in Tactics, ἄκροι, οἱ, flank men, Ascl.Tact.1.3, cf. 7.6.II of Time, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ on the edge of evening. i.e. at nightfall, Pi.P. 11.10, cf.ἄκρῃ νυκτί Arat.775
; ἄκρου τοῦ ἔαρος at beginning of spring, IPE12.352.29 (Cherson., ii B. C.); but usu. denoting completeness, ἄκρου τοῦ θέρεος at mid-summer, Hp.Aph.3.18;χειμῶνος ἄκρω Theoc. 11.37
; ἄκρας νυκτός at dead of night, S.Aj. 285.III of Degree, highest in its kind, consummate,1 of persons, Hdt. 5.112, 6.122;τοξότης ἄ. A.Ag. 628
; θεσφάτων γνώμων ἄ. ib. 1130; ;ἰατροί Phld.Lib.p.67
O.;οἱ πάντῃ ἄ., οἱ ἀκρότατοι Pl.Tht. 148c
; of any extremes, opp.τὰ μεταξύ, τοῖς ἄ. τὰ ἄ. ἀποδιδόναι Id.R. 478e
, cf. Phd. 90a; of classes in a state, Arist.Pol. 1296b39: in moral sense, both good and bad,ἐπιδικάζονται οἱ ἄ. τῆς μέσης χώρας Id.EN 1107b31
; αἱ ἄ. [διαθέσεις] ib. 1108b14, cf.ἄκρον 11.1
:—c. acc. modi, ψυχὴν οὐκ ἄ. not strong of mind, Hdt.5.124;ἄ. τὰ πολέμια 7.111
; ἄ. ὀργήν quick to anger, passionate, 1.73; : c.gen.,οἱ ἄ. τῆς ποιήσεως Pl.Tht. 152e
;ἄ. εἰς φιλοσοφίαν R. 499c
;περὶ ὁπλομαχίαν Lg. 833e
.2 of things, highest, extreme,συμφορά Alex. 222.4
(cj. Dobree);νηστεία Diph.54
: [comp] Sup., Pl.Phlb. 45a.IV as Subst., v. ἄκρα, ἄκρον.V neut. as Adv., on the top or surface,ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος Il.20.229
;ἄκρα δ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμῖδος AP7.428.3
(Mel.).2 reg. Adv. ἄκρως, ἀνεστάλθαι to be turned up at the point, Hp.Mochl.24.b utterly, perfectly, Pl.R. 543a, Hegesand. 4;μόνος ἄκρως Euphro 1.5
; σχῆμα ἄ. στρογγύλον absolutely round, Hero *Deff.76. -
10 τάκρον
Ἄκρον, Ἄκρωνmasc voc sgἄκρον, ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc sgἄκρον, ἄκροςat the farthest point: masc acc sgἄκρον, ἄκροςat the farthest point: neut nom /voc /acc sgἄκρον, ἄκρωνmasc voc sg -
11 τἄκρον
Ἄκρον, Ἄκρωνmasc voc sgἄκρον, ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc sgἄκρον, ἄκροςat the farthest point: masc acc sgἄκρον, ἄκροςat the farthest point: neut nom /voc /acc sgἄκρον, ἄκρωνmasc voc sg -
12 άκρω
ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc dualἄκρονhighest: neut gen sg (doric aeolic)ἄκροςat the farthest point: masc /neut nom /voc /acc dualἄκροςat the farthest point: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἄκρονhighest: neut dat sgἄκροςat the farthest point: masc /neut dat sg -
13 ἄκρος
-α,-ον A 37-24-21-9-16=107 Gn 47,21(bis).31; Ex 29,20(bis)heights Prv 8,26ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς δεξιᾶς χειρός on the thumb of his right hand Ex 29,20; ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ ποδός on the great toe of the foot Ex 29,20Cf. WEVERS 1990 474.605 -
14 τέλος
A coming to pass, performance, consummation,εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496
;ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669
; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib. 218;καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12
(iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.);καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7
(Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193;ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29
;ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70
;ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107
, cf. Isoc.5.71, 6.77; result,τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122
;εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291
;ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630
; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th. 638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of.., A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC 1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον.. θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC 1400; φόνου τ. A.R.1.834;τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172
; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El. 735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17;ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9
;ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11
, cf. 18.32.12, 3.5.7;τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22
, cf. Plb.1.61.2; μάχης.. κεκύρωται τ. A.Ch. 874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp. 475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event,οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε.. Od.9.5
: in concrete sense, result, product,τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA 672a4
, cf. GA 725b8.2 in contexts like Hes.Op. 669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we haveτ. μὲν Ζεὺς ἔχει.. πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1
;ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC 423
; [Ἄπολλον].. ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th. 162
(lyr.);τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp. 525
(lyr.);τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545
(lyr.);τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε.. εἴτε.. Id.Hel. 887
; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol. 1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75;κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11
; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority,σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13
; ἡ.. τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between.., Arist.Resp. 480b19.3 magistracy, office,τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9
( δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj. 1352, Ph. 385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88;οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18
, 9.106; poet.,οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67
; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47;ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3
(Elis, V B.C.);τοὺς.. τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94
(Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, ; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.4 decision, doom,Ζεὺς.. οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309
;Κῆρες δὲ παρεστήκασι.., ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6
; μήτηρ.. μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3;τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326
;τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553
;οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416
, cf. 11.451;ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124
, cf. A.Th. 906 (lyr.):—judicial decision,ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu. 243
; κύριον μένει τ. ib. 544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib. 729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib. 434;τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg. 768b
; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib. 767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp. 603, 624; of a king, Id.Ag. 934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ.. ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον); οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286
; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu. 743, cf. Ag. 908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib. 1202, cf. Ch. 760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp. 1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων.. ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th. 260;ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47
; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450;οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19
, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.6 pl., services or offerings due to the gods,δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers. 204
;ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr. 238
; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant. 143 (anap.);γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med. 1382
;θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6
; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC 1050 (lyr.), cf. Fr. 837;σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25
; called μεγάλα τ., Pl.R. 560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr. 387; of the marriage rite,τ. γάμοιο Od.20.74
, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu. 835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant. 1241;τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38
, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th. 982, Stob.2.7.3a.7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.8 dues exacted by the state, Ar.V. 658 (pl.), Pl.R. 425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market- toll, Ar.Ach. 896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg. 847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4;τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77
;καταβαλεῖν And.1.93
; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60;ἀναγραψάτω.. τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22
, cf. 94.14, al.;Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30
;δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38
: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr. 639.10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib. 470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron,τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22
, cf. 4.96;πελταστῶν τέλη E.Rh. 311
;κατὰ τέλεα Hdt.1.103
, 7.87, al.;κατὰ τέλη Th.6.42
, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of.. chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships,τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48
: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64;τ. ἀθανάτων A.Fr. 151
(anap.).12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).II degree of completion or attainment,τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω.. προσέκειτο Il.18.378
; degree of maturity, age,ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9
;ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123
;ἥβης τ. μολόντας E.Med. 920
; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx. 249a;εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin. 992d
;τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp. 181e
;οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc. 413
(lyr.).b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr. 276b, Lg. 834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp. 186a, cf. Prt. 348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140;τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24
;ταύτης.. τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18
; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R. 501e, Isoc.4.5;τ. ἔχειν Pl.Lg. 772c
; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56;ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R. 613d
; (ii B.C.); (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.);ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234
:—freq. in Adverbial phrases:a τέλος at last,ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100
, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause,μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76
, cf.4.131, al.;τέλος δέ Id.1.36
, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137;τ. μέντοι Id.5.89
, X.HG5.4.30;τ. γε μέντοι S.Ant. 233
; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.b < ἐς τ. in the end, in the long run,πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28
, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph. 409;θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA 161
(anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr. 275, S.Aj. 685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; soδιὰ τέλεος Hp.Acut.46
(= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618);διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb. 36e
; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).e τέλει perh. in the end, S.OT 198 (lyr.).3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg. 801e;ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6
;πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27
;εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC 1530
: less freq. abs., death,ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th. 367
(lyr.);οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31
; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.;τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg. 717e
, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely,τ. ἔχει τινά Pl.Lg. 740c
;οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh. 735
(anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC 1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; alsoτ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87
(cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος)γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955
-6.4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC 1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel. 534;τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec. 413
;ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις.. τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3
;ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph.
1074a30.5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence,ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43
, cf. Gal.15.20; of a chapter or book,ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4
, cf. Gal.15.10;πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg. 957b
;πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA 675a16
; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph. 239b34 (cf. infr. 111.2).III achievement, attainment,τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323
, cf. Pi.N.3.25;τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139
; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.2 winning-post, goal in a race,πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45
; in a contest,ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50)
; εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R. 613c.b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27;ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118
(perh. 'to be the winning post and prize');κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6
: metaph.,οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57
.3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp. 211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib. 210e;πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit. 410e
, cf. R. 613c.b the end or purpose of action,τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg. 499e
; freq. in Arist., EN 1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph. 994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN 1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc. -
15 εἰμί
εἰμί ( εἰμ(ί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστι(ν), ἐστί(ν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)1 be. A1 c. predicative adj.aἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32
τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52
φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64
ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
[ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ ἔσομαι τοῖος” P. 4.156δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209
πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92
ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
“ κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων” P. 9.39θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24
ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31
σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28
ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27
λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδονεἴη κεν Pae. 4.49
κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7
= fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.b with infinitive added.ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19
εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29
ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37
c impersonal.ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
2 c. pred. subs.ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55
Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9
εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68
“ φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναι” P. 4.34 “ οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P. 4.87 “Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 “ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς” P. 4.167ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270
βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16
Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14
φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
ξεῖνός εἰμι N. 7.61
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87
ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
“ ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.3 emphatic, there is, areἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67
ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
“ τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμονἐρδόμενον O. 8.77
πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45
εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35
“ ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.85ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
“ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 cf. also O. 12.1—2.5 be (situated)τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98
ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45
ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18
cf. B. 1.6 be, come to passὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170
“χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.497 c. gen.a of origin: be descended (from) κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ( ἔσσαν byz.: ἦσαν Σ̆{1}, Turyn) O. 9.54b possessive: be of, belong toγνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.318 c. ἐκ, ἀπό.a be, come fromχρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.b be born ofυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18
B part.1 pres. part.a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116
οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
οἷος ἐὼν θρέψενποτὲ P. 3.5
Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19
Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44
κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17
πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100
θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30
ἐὼν καλὸς I. 2.4
θεότιμος ἐών I. 6.13
]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.b where the part. is concessive.σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.c where the part. is conditional.ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39
d followingφαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96
ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30
cf. P. 4.170e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104
εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64
“ ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼν” N. 10.87f subs., n. pl., goods, possessionsοὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32
]ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35
m. pl., living ( φάμα)· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.272 fut. part.aἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8
b subs.τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27
C various impersonal usages.a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29
φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.b c. adj., part. & inf.ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33
θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71
φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287
ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33
πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32
c = ἔξεστι,c acc. & inf. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν ( ἑὰν codd. Σγρ: ἐὰν Σγρ: ἓ τὰν Boeckh) N. 7.24 οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Böhmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149
ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13
]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3. -
16 τέλος
a execution, completion, issueἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue O. 13.57νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection N. 3.70 οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρατέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.29
ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs I. 1.6 ( ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end I. 4.5 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal I. 4.32 pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.b prizeΔόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) N. 11.9d fragg. ]ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ ( μανύεται e. g. supp. Snell) Pae. 14.38 -
17 άκρα
ἄκρᾱ, ἄκραhighest: fem nom /voc /acc dualἄκρᾱ, ἄκραhighest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἄκρονhighest: neut nom /voc /acc plἄκροςat the farthest point: neut nom /voc /acc plἄκρᾱ, ἄκροςat the farthest point: fem nom /voc /acc dualἄκρᾱ, ἄκροςat the farthest point: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἄκραι, ἄκραhighest: fem nom /voc plἄκρᾱͅ, ἄκραhighest: fem dat sg (attic doric aeolic)ἄκραι, ἄκροςat the farthest point: fem nom /voc plἄκρᾱͅ, ἄκροςat the farthest point: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 άκροιν
-
19 ἄκροιν
-
20 άκροιο
См. также в других словарях:
ἄκρον — highest neut nom/voc/acc sg ἄκρος at the farthest point masc acc sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc sg ἄκρων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρον — (Akron). Πόλη (217.000 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ στο βορειοανατολικό τμήμα της πολιτείας Οχάιο, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Την ονομασία της οφείλει στην ομώνυμη ελληνική λέξη, γιατί βρίσκεται πάνω σε ένα ύψωμα. Είναι το σπουδαιότερο κέντρο της… … Dictionary of Greek
Ἄκρον — Ἄκρων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄκρον — Ἄκρον , Ἄκρων masc voc sg ἄκρον , ἄκρον highest neut nom/voc/acc sg ἄκρον , ἄκρος at the farthest point masc acc sg ἄκρον , ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc sg ἄκρον , ἄκρων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρω — ἄκρον highest neut nom/voc/acc dual ἄκρον highest neut gen sg (doric aeolic) ἄκρος at the farthest point masc/neut nom/voc/acc dual ἄκρος at the farthest point masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκροιν — ἄκρον highest neut gen/dat dual ἄκρος at the farthest point masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκροιο — ἄκρον highest neut gen sg (epic) ἄκρος at the farthest point masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκροις — ἄκρον highest neut dat pl ἄκρος at the farthest point masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκροισι — ἄκρον highest neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄκρος at the farthest point masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκροισιν — ἄκρον highest neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄκρος at the farthest point masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρου — ἄκρον highest neut gen sg ἄκρος at the farthest point masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)