Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φύλ-

См. также в других словарях:

  • Φῦλ' — Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc/acc dual Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc sg (doric aeolic) Φυλαί , Φυλή a race fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φῦλ' — φῦλα , φῦλον race neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • ЛИТУРГИЯ —    • Λειτουργία,          в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… …   Реальный словарь классических древностей

  • Karamagara-Brücke — 38.92496111111138.658486111111 Koordinaten: 38° 55′ 29,9″ N, 38° 39′ 30,6″ O BWf1 …   Deutsch Wikipedia

  • εύαρχος — εὔαρχος, ον (Α) 1. αυτός που κυβερνά καλά 2. αυτός που κυβερνάται εύκολα 3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.) 4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρχος (<… …   Dictionary of Greek

  • καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… …   Dictionary of Greek

  • κλήραρχος — κλήραρχος, ὁ (Μ) ο προϊστάμενος κλήρου, δηλ. διοικητικής περιφέρειας, διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κλίναρχος — κλίναρχος, ὁ (Α) πάπ. ο επικεφαλής τών μελών τής Ισιακής αδελφότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»