-
1 αμέγαρτος
-
2 ἀμέγαρτος
-
3 ἀμέγαρτος
A unenviable:1 mostly of things or conditions, sad, melancholy,πόνος Il.2.420
;ἀνέμων.. ἀϋτμή Od.11.400
; ;ἀμέγαρτα κακῶν E. Hec. 192
; (lyr.), cf. A.Pr. 403.3 of persons, unhappy, miserable, ἀμέγαρτε συβῶτα wretched swineherd! Od.17.219;ἀμεγάρτων φῦλ' ἀνθρώπων h.Merc. 542
;ἀ. ποίμνα A.Supp. 642
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμέγαρτος
-
4 ἀμέγαρτος
ἀ-μέγαρτος ( μεγαίρω): unenviable, dreadful; voc. as term of reproach, miserable, Od. 17.219.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμέγαρτος
-
5 αμέγαρτον
-
6 ἀμέγαρτον
-
7 αμεγάρτων
-
8 ἀμεγάρτων
-
9 αμέγαρτα
-
10 ἀμέγαρτα
-
11 αμέγαρτε
-
12 ἀμέγαρτε
См. также в других словарях:
αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] … Dictionary of Greek
ἀμέγαρτος — unenviable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέγαρτον — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem acc sg ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεγάρτων — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέγαρτα — ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέγαρτε — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)