Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμέγαρτος

См. также в других словарях:

  • αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀμέγαρτος — unenviable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέγαρτον — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem acc sg ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεγάρτων — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέγαρτα — ἀμέγαρτος unenviable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμέγαρτε — ἀμέγαρτος unenviable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»