Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συγγραφήν

См. также в других словарях:

  • συγγραφήν — συγγραφή writing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγραφήν — συγγραφήν , συγγραφή writing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… …   Dictionary of Greek

  • CORINTHIACA — Graece, Κορινθιακὰ, titulus Operis metrici a Poeta Historico Eumelo conscripti, quô universam Historiam Corinthiacam complectebatur, ab ea divisione orsus; quae inter filios Solis facta est, Aeeten et Aloeum, usque ad reditum Iasonis et Medeae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORATIO Soluta — metricâ posterior est. Et quidem Pherecydem Atheniensem prosas Orationes condere primum instituisse, Plin. l. 7. c. 56. scribit, quem primum Historiae auctorem alii faciunt: De eodem Strabo, ubi disputat, Poeticam compositionem prosâ oratione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

  • υποτυπώνω — ὑποτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ὑπότυπος] σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές, σκιαγραφώ (α «υποτυπώνω πρόχειρο σχέδιο τής οικοδομής» β «τὴν συγγραφὴν ὑποτυπώσασθαι καὶ γράψαι», πάπ. γ. «ταῡτα ὑπετυπώθη κεφαλαιωδῶς», Πολ.) μσν. σχηματίζω μια ιδέα, φαντάζομαι ||… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»