Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πύκα

См. также в других словарях:

  • πύκα — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκα — Α επίρρ. 1. συμπαγώς, στερεά («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. συνετά, φρόνιμα, μυαλωμένα 3. με προσοχή, επιμελώς («πύκα δ ἔτρεφε δῑα Θεανώ», Ομ. Ιλ.) 4. φρ. «θάλαμος πύκ ἐβάλλετο» τον θάλαμο χτυπούσαν πάμπολλα και συχνά βέλη (Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πυκάεντ' — πυκά̱εντα , πυκαείς neut nom/voc/acc pl πυκά̱εντα , πυκαείς masc acc sg πυκά̱εντι , πυκαείς masc/neut dat sg πυκά̱εντε , πυκαείς masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκάσας — πυκά̱σᾱς , πυκάζω cover closely fut part act fem acc pl (doric) πυκά̱σᾱς , πυκάζω cover closely fut part act fem gen sg (doric) πυκάσᾱς , πυκάζω cover closely aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκ' — πύκα , πύκα indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκάσαι — πυκά̱σᾱͅ , πυκάζω cover closely fut part act fem dat sg (doric) πυκάζω cover closely aor inf act πυκάσαῑ , πυκάζω cover closely aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • Packen (3) — 3. Packen, verb. reg. act. mehrere Dinge fest zusammen legen, sie auf solche Art zusammen fügen und fest mit einander verbinden. Die Häringe in die Tonne, die Kleider in den Koffer, die Bücher in den Kasten, die Waaren auf den Wagen packen. Die… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • μιγάζομαι — (Α) (επικ. τ.) μίγνυμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»