-
121 θέα
A seeing, looking at, θέης ἄξιος, = ἀξιοθέητος, Hdt.1.25, cf. X.HG6.2.34; θέαν λαβεῖν to take or get a view, S. Ph. 536, 656; ἐς θέαν [τινὸς] ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς ἐλθεῖν, to go to see, E.IA 427, Pl.La. 179e;κατὰ θέαν ἀναβαίνειν τοῦ χωρίου Th. 5.7
, cf. 9, 6.31; ἠγριωμένος ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός at the sight of.., X. Cyr.1.4.24;βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν Id.Oec.3.7
.b of the mind, contemplation,ἡ τοῦ ὄντος θ. Pl.R. 582c
, cf. Arist.Ph. 209b20, etc.2 aspect,διαπρεπὴς τὴν θ. E.IA 1588
;αἰσχρὰν θ. παρέχειν X.Eq.7.2
;ἀπὸ τῆς θ. εἰκάζειν Luc.VH1.11
; ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου having assumed the appearance of a human being, Palaeph.48.II that which is seen, sight,Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. A.Pr. 243
;μάλ' ἄζηλος θ. S.El. 1455
;ὡς ἴδω πικρὰν θ. E.Hipp. 809
; ἀταρβὴς τῆς θ. without fear of the sight, S.Tr.23: pl.,θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Pl.R. 615a
.2 spectacle, performance, in a theatre or elsewhere, Thphr.Char.5.7, etc.;ἐν ταῖς θ. καὶ ἐν ταῖς πομπαῖς CIG3068
A 22 ([place name] Teos), cf. Plu.Caes. 55, Brut.21, Hdn.1.15.1(pl.); μεγάλαι θ.,= Ludi Magni, Plu.Cam. 5.III place for seeing from, seat in the theatre (cf. αἴγειρος), θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aeschin.2.55
, cf. D.18.28; θέαν καταλαμβάνειν to occupy one, Id.21.178;προκατ αλαμβάνειν Luc.Herm.39
;ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Plu.Flam.19
, etc.2 auditorium, IG22.1176.IV αἴδεσσαί με θέας ὕπερ revere me by thy countenance, dub. in h.Cer.64 codd. (prob. θεὰν σύ περ). -
122 θεσμός
θεσμός, [dialect] Dor. [full] τεθμός (v. infr.), [full] θεθμός IG5(2).159 (Tegea, v B.C.), Isyll.12, [dialect] Locr. [full] τετθμός Berl.Sitzb.1927.8 (v B.C.): ὁ: pl. θεσμοί, poet.Aθεσμά S.Fr.92
: ([etym.] τίθημι):—that which is laid down, law, ordinance, once in Hom.,λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο Od.23.296
; εἰρήνης θεσμοί the order of peace, h.Hom.8.16; esp. of divine laws,θ. τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν A.Eu. 391
; ἵμερος.. τῶν μεγάλων πάρεδρος θ. S.Ant. 800 (lyr.); οἱ τῶν θεῶν θ. X.Cyr.1.6.6; θ. Ἀδραστείας, οἱ τῆς εἱμαρμένης θ., Pl.Phdr. 248c, Plu.2.111d;παρέβη θ. ἀρχαίους Ar.Av. 331
(lyr.).2 of human law, οἱ πάτριοι θ. Hdt.3.31; at Athens, esp. of the laws of Draco, IG12.115.20, And.1.81, Decr. ib.83, Arist.Ath.4.1, etc., cf. Ael.VH8.10: used by Solon of his own laws, Sol.36.16, cf. 31.2, Plu.Sol.19;ὁ ταῦτα ἀπεργαζόμενος θ. νόμος ἂν ὀρθῶς εἴη κείμενος Pl.Ep. 355c
; ὁ τοῖς ἄλλοις τιθέμενος θεσμοὺς ; C19 (Delph.): in later poetry, θεσμοί,= law, jurisprudence, Epigr.Gr. 434.4, al.; θεσμῶν ταμίης, πρόμαχος, IG3.637, 638.3 generally, rule, precept, rite, S.Tr. 682; θ. πυρός the law of the beacon-fire, A.Ag. 304;τεθμὸς ἀέθλων Pi.O.6.69
; στεφάνων τ. the appointed crowns, ib.13.29; θ. ὅδ' εὔφρων the cheering strain (cf. νόμος), A. Supp. 1034 (lyr.);ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν Pi.O.7.88
;μακάρων Id.Pae.4.47
.II institution, as the tribunal of the Areopagus, A. Eu. 615; τεθμὸς Ἡρακλέος, Ποτειδᾶνος τεθμοί, the Olympian, Isthmian games, Pi.N.10.33, O.13.40.IV θεσμοί· αἱ συνθέσεις τῶν ξύλων, Hsch. -
123 καθαιρέω
A- ήσω Il.11.453
, etc.: [tense] fut. 2καθελῶ APl.4.334
(Antiphil.): [tense] aor.2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν: [tense] aor. 1 : [dialect] Ion. [tense] pf. part. [voice] Pass.καταραιρημένος Hdt.2.172
:— take down,καθείλομεν ἱστία Od. 9.149
;κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.24.268
; κ. ἄχθος take it down, i.e. off one's shoulders, Ar.Ra.10;κ. τὸ σημεῖον And.1.36
; κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων some of them, X.HG5.4.8;κ. εἰκόνα ἐξ ἀκροπόλεως Lycurg.117
; κ. τινά, from the cross, Plb.1.86.6, Ph.2.529:—[voice] Med., κατελέσθαι τὰ τόξα take down one's bow, Hdt.3.78;τοὺς ἱστούς Plb.1.61.1
.2 put down, close the eyes of the dead,ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Il.11.453
;ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Od.24.296
;χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν 11.426
.3 of sorcerers, bring down from the sky, , Pl.Grg. 513a.4 κατά με πέδον γᾶς ἕλοι may earth swallow me! E.Supp. 829 (lyr.).II put down by force, destroy,ὅτε κέν μιν μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι Od.2.100
, 19.145, cf. 3.238, etc.;μὴ καθέλοι μιν αἰών Pi.O.9.60
;φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ A.Ag. 398
(lyr.);μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε S.Aj. 517
, cf. E.El. 878(lyr.), etc.; kill, slay, ταῦρον ib. 1143, cf. Stesich.23, S.Tr. 1063, Fr. 205; ἐάν τις ἀποκτείνῃ.. ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53:—[voice] Pass., of criminals, to be executed, Plu.Them.22.2 put down, reduce,κ. Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.71
, etc.; καθαιρεθῆναι, opp. ἀρθῆναι, D.2.8; esp. depose, dethrone, Hdt.1.124, etc.; κ. τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης remove it utterly from.., Th.1.4, cf. POxy.1408.23 (iii A.D.);κ. ὕβριν τινός Hdt.9.27
, LXXZa.9.6;ὄλβον S.Fr.646.4
; ὑπερηφάνους Aristeas 263:—[voice] Pass., καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν bereft of sense, Plu.Per.38; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος [Ἀρτέμιδος] Act.Ap.19.27.3 raze to the ground, demolish,πόλεις Th.1.58
, al., LXXIs.14.17; ; τῶν τειχῶν a part of the walls, X.HG4.4.13:—[voice] Pass., Th. 5.39, etc.;καθῃρέθη.. Οἰχαλία δορί S.Tr. 478
.5 as law-term, condemn, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος a verdict of guilty, Lys.13.37: c. inf.,ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ.. λαβεῖν S. Ant. 275
; so prob.κατά με.. Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν Id.OC 1689
(lyr.), cf. E.Or. 862; simply, decide,ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι D.H.7.36
, 39; in book-keeping, ἃν καθαιρῶσιν αἱ ψῆφοι whatever the counters (or accounts) prove, prob. in D.18.227.6 reduce, ;τοῦ ἀποστήματος πεφυκότος ἐπὶ πολὺ καθαιρεῖν τὰ μεγέθη Phld.Sign.9
; of mild caustics, τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαιρεῖ (prob. for καθαίρει) Hp.Ulc.14, cf. Gal.11.756;τὸ σῶμα κ. διαίταις Plu.Ant.53
: Rhet., minimize, Arist.Rh. 1376a34.III overpower, seize,κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Od. 9.372
; κ. τινά overtake, X.Cyr.4.3.16; κ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ catch in the act of folly, S.Ant. 383 (anap.): c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων seize by.., Theoc.5.133:—[voice] Pass.,κ. ὑπό τινος Hdt.6.29
.IV fetch down as a reward or prize,καθαιρεῖν ἀγῶνας Plu.Pomp.8
: metaph., achieve,ἀγώνιον.. εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63
: [tense] fut. inf. καθαρεῖν, παστόν, μίτραν, Epigr. in Berl.Sitzb.1894.908 (Asia Minor):—[voice] Med.,φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα E.Supp. 749
:—[voice] Pass., Hdt.7.50.V less freq. like the simple αἱρεῖν, take and carry off, Id.6.41, cf.5.36 ([voice] Pass.). Cf. καθαίρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρέω
-
124 κάθημαι
Aκάτ- Hdt.3.134
) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos. vi4, , Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, ([etym.] προ-) Them.Or.13.171a codd.; [ per.] 3sg. , Pl.Ap. 35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κατέαται Hdt.2.86
; imper.κάθησο Il.2.191
, E.IA 627; , Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; [ per.] 3sg. ; [ per.] 3pl.καθήσθωσαν IG9(2).1109.38
(Thess.); subj.καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277
, ; opt., prob.in Id.Lys. 149; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος: [tense] impf., D.48.31, etc.,ἐκάθητο h.Bacch.14
, Ar.Av. 510, Th.5.6, , ἐκάθηντο, [dialect] Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569
, E.Ba. 1102, Ph. 1467, Pl.R. 328c, Is.6.19,καθῆτο D.18.169
,217; [dialect] Ion.κατῆστο Hdt.1.46
,καθῆσθε D. 25.21
(with vv. ll.), , v.l. in Th.5.58; [dialect] Ep.καθήατο Il.11.76
; [dialect] Ion.κατέατο Hdt.3.144
, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later [tense] fut. , Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr. 960:—to be seated, sit, ;κάθησ' ἑδραία E.Andr. 266
: freq. in part.,πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407
; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82;κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207
; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530;ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu. 466
; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420;καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant. 411
; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El. 315;κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel. 1084
;πρὸς τὸ πῦρ Ar.V. 773
;ἐπὶ δίφρου Pl.R. 328c
;ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54
;ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28
;ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27
: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394.2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.;δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu. 208
; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85;οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap. 35c
;κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25
; of the βουλή, And.1.43;βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116
; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29.3 sit still, sit quiet,ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264
; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76;ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46
; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.);οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17
, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped,περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20
, cf. 101; .4 reside in a place, LXXNe.11.6;λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16
; settle,εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H.
5 lead a sedentary, obscure life,ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83
;ἔσω καθημένη A.Ch. 919
; αἱ βαναυσικαὶ [ τέχναι]ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2
; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business,ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86
; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33;ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67
;ἐπὶ τοῦ.. ἰατρείου Aeschin.1.40
; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H.7 of districts and countries, lie,Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7
.b to be low-lying,τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1
, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον.. κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367.8 of a statue, to be placed, Pl.Smp. 215b, Arist.Pol. 1315b21.9 of things, to be set or placed,λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32
, cf. Pherecr.108.17;τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech. 851a4
, cf. ib.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάθημαι
-
125 καί
καί, Conj., copulative, joining words and sentences,A and; also Adv., even, also, just, freq. expressing emphatic assertion or assent, corresponding as positive to the negative οὐ ([etym.] μή ) or οὐδέ ([etym.] μηδέ).A copulative, and,I joining words or sentences to those preceding,ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσινεῦσε Κρονίων Il.1.528
, etc.: repeated with two or more Nouns,αἱ δὲ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι X.Cyr.1.4.7
; joining only the last pair, Cleom.2.1 (p.168.5 Z.), Phlp.in APr.239.30, etc., v. l. in Arist.Po. 1451a20; ὁ ὄχλος πλείων κ. πλείων ἐπέρρει more and more, X.Cyr.7.5.39; to add epithets afterπολύς, πολλὰ κ. ἐσθλά Il.9.330
;πολλὰ κ. μεγάλα D.28.1
, etc.2 to addalimiting or defining expression, πρὸς μακρὸν ὄρος κ. Κύνθιον ὄχθον to the mountain and specially to.., h.Ap. 17, cf. A.Ag. 63 (anap.), S.Tr. 1277 (anap.) (sts. in reverse order,πρὸς δῶμα Διὸς κ. μακρὸν Ὄλυμπον Il.5.398
); to add by way of climax, θεῶν.. κ. Ποσειδῶνος all the gods, and above all.., A.Pers. 750, etc.;ἐχθροὶ κ. ἔχθιστοι Th.7.68
;τινὲς κ. συχνοί Pl.Grg. 455c
; freq. ἄλλοι τε καί.., ἄλλως τε καί.. , v. ἄλλος 11.6,ἄλλως 1.3
; ὀλίγου τινὸς ἄξια κ. οὐδενός little or nothing, Id.Ap. 23a: joined with the demonstr. Pron. οὗτος (q. v.),εἶναι.. δούλοισι, κ. τούτοισι ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11
, cf. 1.147; κ. ταῦτα and this too..,γελᾶν ἀναπείθειν, κ. ταῦθ' οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι X.Cyr.2.2.16
, etc.II at the beginning of a sentence,1 in appeals or requests,καί μοι δὸς τὴν Χεῖρα Il.23.75
; καί μοι λέγε.., καί μοι ἀπόκριναι.. , Pl.Euthphr.3a, Grg. 462b; freq. in Oratt., καί μοι λέγε.. τὸ ψήφισμα, καί μοι ἀνάγνωθι.. , D.18.105, Lys.14.8, etc.2 in questions, to introduce an objection or express surprise, κ. τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος; A.Ag. 280; κ. πῶς.. ; pray how..? E. Ph. 1348; κ. δὴ τί.. ; but then what..? Id.Hel. 101; κ. ποῖον.. ; S.Aj. 462; κ. τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας; Ar.Ach.86; κἄπειτ' ἔκανες; E.Med. 1398 (anap.); κ. τίς πώποτε Χαριζόμενος ἑτέρῳ τοῦτο εἰργάσατο; Antipho 5.57, cf. Is.1.20, Isoc.12.23, Pl. Tht. 163d,al.4 at the beginning of a speech, Lys.Fr. 36a.III after words implying sameness or like ness, as, γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι κ. σύ they had the same opinion as you, Hdt.7.50, cf. 84; ἴσον or ἴσα κ... , S.OT 611, E.El. 994; ἐν ἴσῳ (sc. ἐστὶ)κ. εἰ.. Th.2.60
, etc.2 after words implying comparison or opposition,αἱ δαπάναι οὐχ ὁμοίως κ. πρίν Id.7.28
;πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. ὅτε.. Pl.Lg. 967a
.3 to express simultaneity,ἦν ἦμαρ δεύτερον.., κἀγὼ κατηγόμην S.Ph. 355
, cf. Th.1.50; παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες κ. ψύχεται [ τὸ ὕδωρ] Hdt.4.181, cf. 3.108; [ οἱ Λακεδαιμόνιοι]οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες κ. Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν Isoc.8.98
.IV joining an affirm. clause with a neg., , etc.V καί.., καί.. correlative, not only.., but also.., κ. ἀεὶ κ. νῦν, κ. τότε κ. νῦν, Pl.Grg. 523a, Phlb. 60b;κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν X.An.1.1.7
.VI by anacoluthon, ὣς φαμένη κ. κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη, for ὣς ἔφη κ... , Il.22.247; ἔρχεται δὲ αὐτή τε.. κ. τὸν υἱὸν ἔχουσα, for κ. ὁ υἱός, X.Cyr.1.3.1;ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς, κ. τέλος ἐγίνοντο Hdt.9.104
;τοιοῦτος ὤν, κᾆτ' ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι Ar.Eq. 392
, cf. Nu. 624.B even, also, just,1 τάχα κεν κ. ἀναίτιον αἰτιόῳτο even the innocent, Il.11.654, cf. 4.161, etc.; δόμεναι κ. μεῖζον ἄεθλον an even greater prize, 23.551, cf. 10.556, 5.362: with numerals, κ. πέντε full five, 23.833;γενομένης κ. δὶς ἐκκλησίας Th.1.44
, cf. Hdt.2.44,60, 68, al. (but ἐτῶν δύο κ. τριῶν two or three, Th.1.82, cf. X.Eq.4.4).2 also, κ. ἐγώ I also, Il.4.40; κ. αὐτοί they also, X.An.3.4.44, etc.; Ἀγίας καὶ Σωκράτης κ. τούτω ἀπεθανέτην likewise died, ib. 2.6.30; in adding surnames, etc.,Ὦχος ὁ κ. Δαρειαῖος Ctes.Fr.29.49
(sed Photii est): Ptol. Papyri have nom. ὃς κ., gen. τοῦ κ. etc.,Πανίσκος ὃς κ. Πετεμῖνις PLond.2.219
(b) 2 (ii B.C.); dat. τῷ κ. ib.(a) v2, PRein.26.5 (ii B. C.); nom. ὁ κ. first in PTeb.110.1 (i B. C.), freq. later, BGU22.25 (ii A. D.), etc.;Ἰούδας ὁ κ. Μακκαβαῖος J.AJ12.6.4
;Σαῦλος ὁ κ. Παῦλος Act.Ap.13.9
: withἄλλος, λαβέτω δὲ κ. ἄλλος Od.21.152
; εἴπερ τι κ. ἄλλο, ὥς τις κ. ἄλλος, X.Mem.3.6.2, An.1.3.15, cf. Pl. Phd. 59a, Ar.Nu. 356: freq. in antithetic phrases, οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ.. , not only.., but also.., v. μόνος; οὐδὲν μᾶλλον.. ἢ οὐ καὶ.. Hdt.5.94, al.b freq. used both in the anteced. and relat. clause, where we put also in the anteced. only,εἰ μὲν κ. σὺ εἶ τῶν ἀνθρώπων ὧνπερ κ. ἐγώ Pl.Grg. 458a
, cf. Il.6.476, X.An.2.1.21.3 freq. in apodosi, after temporal Conjs.,ἀλλ' ὅτε δή ῥα.., κ. τότε δή.. Il.1.494
, cf. 8.69, Od. 14.112; also after εἰ, Il.5.897: in Prose,ὡς δὲ ἔδοξεν, κ. ἐχώρουν Th.2.93
: as a Hebraism,κ. ἐγένετο.. κ... LXX Ge.24.30
, al., Ev.Luc.1.59, etc.4 with Advs., to give emphasis,κ. κάρτα Hdt.6.125
; κ. λίην full surely, Il.19.408, Od.1.46;κ. μᾶλλον Il.8.470
, cf. E.Heracl. 386; κ. πάλαι, κ. πάνυ, S.OC 1252, Pl. Chrm. 154e; κ. μάλα, κ. σφόδρα, in answers, Ar.Nu. 1326, Pl.La. 191e.5 with words expressing a minimum, even so much as, were it but, just,ἱέμενος κ. καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι Od.1.58
; οἷςἡδὺ κ. λέγειν Ar.Nu. 528
; τίς δὲ κ. προσβλέψεται; who will so much as look at you? E.IA 1192, cf. Ar.Ra. 614, Pl.Ap. 28b, 35b.6 just, τοῦτ' αὐτὸ κ. νοσοῦμεν 'tis just that that ails me, E.Andr. 906, cf. Ba. 616, S.Tr. 490, Ar. Pax 892, Ra.73, Pl.Grg. 456a, Tht. 166d: freq. with a relat.,τὸ κ. κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;διὸ δὴ καὶ.. Th.1.128
, etc.: also in interrogations (usu. to be rendered by emphasis in intonation), ποίου Χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; and how long ago was the city sacked? A.Ag. 278; ποῦ καί σφε θάπτει; where is he burying her? E.Alc. 834, cf. S.Aj. 1290, al., X.An.5.8.2, Ar. Pax 1289, Pl. Euthphr.6b, D.4.46, etc.7 even, just, implying assent, ἔπειτά με κ. λίποι αἰών thereafter let life e'en leave me, Il.5.685, cf. 17.647, 21.274, Od.7.224.8 κ. εἰ even if, of a whole condition represented as an extreme case, opp. εἰ κ. although, notwithstanding that, of a condition represented as immaterial even if fulfilled, cf. Il.4.347, 5.351, Od.13.292, 16.98 with Il.5.410, Od.6.312, 8.139, etc.; εἰ κ. ἠπιστάμην if I had been able, Pl.Phd. 108d, cf. Lg. 663d. (This remark does not apply to cases where εἰ and καί each exert their force separtely, asεἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, καὶ εἰ..
and if..Il.
7.117, cf. Hdt.5.78, etc.)9 before a Participle, to represent either καὶ εἰ.. , or εἰ καί.. , although, albeit, Ἕκτορα κ. μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω, for ἢν κ. μεμάῃ, how much soever he rage, although he rage, Il.9.655; τί σὺ ταῦτα, κ. ἐσθλὸς ἐών, ἀγορεύεις; (for εἰ κ. ἐσθλὸς εἶ) 16.627, cf. 13.787, Od.2.343, etc.;κ. τύραννος ὢν ὅμως S.OC 851
.C Position: καί and, is by Poets sts. put after another word, ἔγνωκα, τοῖσδε κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω, forκαὶ τοῖσδε οὐδέν A.Pr.51
, cf. Euph.51.7, etc.D crasis: with [pron. full] ᾰ, as κἄν, κἀγαθοί, etc.; with ε, as κἀγώ, κἄπειτα, etc., [dialect] Dor. κἠγώ, κἤπειτα, etc.; with η, as Χἠ, Χἠμέρη, Χἠμεῖς, etc.; with [pron. full] ῐ in Χἰκετεύετε, Χἰλαρή; with ο, as Χὠ, Χὤστις, etc.; with υ in Χὐμεῖς, Χὐποχείριον, etc.; with ω in the pron. ᾧ, Χᾦ; with αι, as κᾀσχρῶν; with αυ, as καὐτός; with ει, as κεἰ, κεἰς (but also κἀς) , κᾆτα; with εὐ-, as κεὐγένεια, κεὐσταλής; with οι in Χοἰ (Χᾠ EM816.34
); with ου in Χοὖτος, κοὐ, κοὐδέ, and the like . -
126 καί τοι
A and indeed, and further, freq. in Hom. with one or more words between, Il.1.426, al.;καὶ σύ τοι E.Med. 344
; [full] καὶτἆλλά τοι X.Cyr.7.3.10
: once in Hom. as one word, Il.13.267.II after Hom. usu., and yet, to mark an objection introduced by the speaker himself, freq. in Rhetorical questions, καίτοι τί φημι; A.Pr. 101; κ. τί φωνῶ; S.OC 1132, cf. Isoc.4.99, etc.: without a question,κ. φύγοιμ' ἄν E.Cyc. 480
;κ. καὶ τοῦτο.. D.4.12
, 18.122: strengthd., καίτοι γ' Ar.Ach. 611, E.Fr.953.10, X.Mem.1.2.3, Ph.1.274, etc.: mostly separated,καίτοι.. γε E.Or.77
, Ar.Ra.43, X.Mem.3.12.7, etc. ( καίτοι is f.l. in A.Eu. 849); so καίτοι περ v.l. in Hdt.8.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καί τοι
-
127 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
128 κατερύκω
A hold back, detain,μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω Il.6.518
;κ. καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ Od.4.284
, cf. 1.315, 15.73;μηδένα.. ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467
: rare in [dialect] Att., :—[voice] Pass.,κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.1.197
,4.498.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερύκω
См. также в других словарях:
πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… … Dictionary of Greek
περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ' — περί , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου … Dictionary of Greek
Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)