-
1 θεσμός
θεσμόςthat which is laid down: masc nom sg -
2 θεσμός
θεσμός, [dialect] Dor. [full] τεθμός (v. infr.), [full] θεθμός IG5(2).159 (Tegea, v B.C.), Isyll.12, [dialect] Locr. [full] τετθμός Berl.Sitzb.1927.8 (v B.C.): ὁ: pl. θεσμοί, poet.Aθεσμά S.Fr.92
: ([etym.] τίθημι):—that which is laid down, law, ordinance, once in Hom.,λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο Od.23.296
; εἰρήνης θεσμοί the order of peace, h.Hom.8.16; esp. of divine laws,θ. τὸν μοιρόκραντον ἐκ θεῶν A.Eu. 391
; ἵμερος.. τῶν μεγάλων πάρεδρος θ. S.Ant. 800 (lyr.); οἱ τῶν θεῶν θ. X.Cyr.1.6.6; θ. Ἀδραστείας, οἱ τῆς εἱμαρμένης θ., Pl.Phdr. 248c, Plu.2.111d;παρέβη θ. ἀρχαίους Ar.Av. 331
(lyr.).2 of human law, οἱ πάτριοι θ. Hdt.3.31; at Athens, esp. of the laws of Draco, IG12.115.20, And.1.81, Decr. ib.83, Arist.Ath.4.1, etc., cf. Ael.VH8.10: used by Solon of his own laws, Sol.36.16, cf. 31.2, Plu.Sol.19;ὁ ταῦτα ἀπεργαζόμενος θ. νόμος ἂν ὀρθῶς εἴη κείμενος Pl.Ep. 355c
; ὁ τοῖς ἄλλοις τιθέμενος θεσμοὺς ; C19 (Delph.): in later poetry, θεσμοί,= law, jurisprudence, Epigr.Gr. 434.4, al.; θεσμῶν ταμίης, πρόμαχος, IG3.637, 638.3 generally, rule, precept, rite, S.Tr. 682; θ. πυρός the law of the beacon-fire, A.Ag. 304;τεθμὸς ἀέθλων Pi.O.6.69
; στεφάνων τ. the appointed crowns, ib.13.29; θ. ὅδ' εὔφρων the cheering strain (cf. νόμος), A. Supp. 1034 (lyr.);ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν Pi.O.7.88
;μακάρων Id.Pae.4.47
.II institution, as the tribunal of the Areopagus, A. Eu. 615; τεθμὸς Ἡρακλέος, Ποτειδᾶνος τεθμοί, the Olympian, Isthmian games, Pi.N.10.33, O.13.40.IV θεσμοί· αἱ συνθέσεις τῶν ξύλων, Hsch. -
3 θεσμός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θεσμός
-
4 θεσμός
Grammatical information: m.Meaning: `settled agreement, law, custom' (ψ 196).Compounds: Compp., e. g. θεσμο-θέται, ἔνθεσμος.Derivatives: θέσμιος, τέθμιος, θέθμιος `lawful, customary' (IA. Dor. etc.); θεσμοσύνη `lawfulness' (AP).Etymology: Comparison with synonymous OIr. deidmea, Welsh deddf f. (Thurneysen KZ 51, 57f., Loth Rev. celt. 45, 184) requires an IE protoform * dhedhmo-, -ā-, either with reduplication from * dhe-dh-m-o- (- dh- zero grade of θη- in θή-σ-ω etc.?) or from * dhe-dhm-o- (- dhm- zero grade of θεμ- in θέμις etc.); s. Schwyzer 492 n. 12. θε- could be the same form as in θέ-σις a. o., with suffixes - θμ- or - σμ-; the regular breath dissimilation was in θεθμός removed through influence of θέσις.Page in Frisk: 1,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεσμός
-
5 θεσμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-2-3=5 Prv 1,8; 6,20; 3 Mc 6,36; 4 Mc 8,7; Wis 14,23 -
6 θεσμός
institutionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεσμός
-
7 θεσμοί
θεσμόςthat which is laid down: masc nom /voc pl -
8 θεσμούς
θεσμόςthat which is laid down: masc acc pl -
9 θεσμά
θεσμόςthat which is laid down: neut nom /voc /acc pl -
10 θεσμόν
θεσμόςthat which is laid down: masc acc sg -
11 τεθμόν
θεσμόςthat which is laid down: masc acc sg (doric)τεθμόςthat which is laid down: masc acc sg -
12 τεθμός
θεσμόςthat which is laid down: masc nom sg (doric)τεθμόςthat which is laid down: masc nom sg -
13 θεσμοίς
-
14 θεσμοῖς
-
15 θεσμοίσι
θεσμόςthat which is laid down: masc dat pl (epic ionic aeolic)θεσμόςthat which is laid down: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
16 θεσμοῖσι
θεσμόςthat which is laid down: masc dat pl (epic ionic aeolic)θεσμόςthat which is laid down: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
17 θεσμοίσιν
θεσμόςthat which is laid down: masc dat pl (epic ionic aeolic)θεσμόςthat which is laid down: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
18 θεσμοῖσιν
θεσμόςthat which is laid down: masc dat pl (epic ionic aeolic)θεσμόςthat which is laid down: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
19 θεσμών
-
20 θεσμῶν
См. также в других словарях:
θεσμός — that which is laid down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
θεσμός — ο 1. ό,τι παίρνει μορφή κι επιβάλλεται ως πεποίθηση, αρχή, συνήθεια, κανόνας δικαίου ανάμεσα στους ανθρώπους: Θεσμός του γάμου. – Θεσμός της βασιλείας. 2. κοινωνικός ή πολιτικός οργανισμός: Θεσμός των κοινωνικών ασφαλίσεων. 3. στον πληθ., θεσμοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσμός δικαίου — Το σύνολο των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν ορισμένη κατηγορία εννόμων σχέσεων, για παράδειγμα ο θεσμός της ιδιοκτησίας, του γάμου, της γονεϊκής εξουσίας στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, και ο θεσμός της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εισαγγελία — Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την… … Dictionary of Greek
ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… … Dictionary of Greek
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
θεσμοῖς — θεσμός that which is laid down masc dat pl θεσμός that which is laid down neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσι — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοῖσιν — θεσμός that which is laid down masc dat pl (epic ionic aeolic) θεσμός that which is laid down neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)