Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἤρετο

См. также в других словарях:

  • ἤρετο — αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἔρομαι ask aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔρετο — αἴρω attach imperf ind mp 3rd sg εἴρω 2 say imperf ind mid 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρετ' — ἤρετο , αἴρω attach aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἤρετο , ἔρομαι ask aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • οπόσος — η, ο (ΑΜ ὁπόσος, Α και δ. γρφ. ὁππόσσος, επικ. τ. ὁππόσος και ὁπόσσος, κρητ. και βοιωτ. τ. ὁπόττος, ιων. τ. ὁκόσος, η, ον) (αντων.) 1. όσο πολύς, όσο μεγάλος 2. (για αριθμό, ποσότητα, μέγεθος, διάστημα) πόσο πολύς, πόσο μεγάλος 3. τόσο πολύς,… …   Dictionary of Greek

  • συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»