Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀερῶ

См. также в других словарях:

  • αερώ — ἀερῶ, ( όω) (Α) 1. ενεργ. μεταβάλλω σε αέρα 2. παθ. γίνομαι αέρας, εξατμίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀέρωσις] …   Dictionary of Greek

  • αέρωσις — ἀέρωσις ( έως), η (AM) [ἀερῶ] 1. ύψωση στον αέρα, ανύψωση 2. αραιοποίηση, αραίωση …   Dictionary of Greek

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • εξαερώνω — (AM ἐξαερῶ, Α ιων. τ. ἐξηερῶ) [αερώ] μετατρέπω σε αέρα ή αέριο, εξατμίζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»