Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕζετ

См. также в других словарях:

  • ἕζετ' — ἕζετο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) ἕζετο , ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd sg (epic) ἕζεται , ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»