Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἅλες

См. также в других словарях:

  • Αλές — οι τοπωνύμιο στην αρχαιότητα στην Αττική και αλλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλές — ἁ̱λές , ἁλής thronged masc/fem voc sg (ionic) ἁ̱λές , ἁλής thronged neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλες — ἅλς salt masc/fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • HOSPES — I. HOSPES in LL. Burgundionum passim, potissimum vero tit. 54. §. 1. et tit. seq. §. 1. i. e. Romanus. Burgundi enim, pervasis Galliarum finibus, cum vereribus incolis, quos Romanos vocabant, agros, terras ac praedia et mancipia ita partiti sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SAL — I. SAL Lycophroni Α᾿ιγαιῶνος ἀγνίτης πάγος, a Neptuno, in Tragasi gratiam, conglutinatus fingitur Poetis, teste Polluce l. 6. c. 10. quod si quis de mari intelligat, haud fecerit inepte. Hâe enim ratione Alexander Aetolus, Α῞λα ξυνεῶνα θαλάςςης,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • επαλγής — ἐπαλγής> ές (Α) οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῑς [ἅλες]», Στράβ.). επίρρ... ἐπαλγῶς αλγεινά, οδυνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλγής (< άλγος «πόνος»)] …   Dictionary of Greek

  • Γκράμσι, Avτόνιo — (Antonio Gramsci, Άλες, Κάλιαρι 1891 – Ρώμη 1937).Ιταλός πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία, φιλοσοφία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, ίδρυσε το 1919 και διηύθυνε το περιοδικό (και από το 1921 καθημερινή εφημερίδα) Η Νέα Τάξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»