Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρασχεῖν

См. также в других словарях:

  • παρασχεῖν — παρέχω hand over aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въдаѣи — ВЪДА|˫АТИ (28), Ю, ѤТЬ гл. 1.Вручать, давать: ѡ [так!] ѩкима къ нестьроу въдаи вѣкъшуо ГрБ № 120, XI/XII; аще обычаи имать ѥп(с)помъ. или причетникомъ за своѥ поставлениѥ •к҃• литръ перпиръ. или мьне даѩти. таковаѩ токмо да въдаѥть. ˫аже обычаи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подати — ПОДА|ТИ (332), МЬ, СТЬ гл. 1.Вручить; дать, подать; поднести: и абиѥ подасть ѥдинъ ѿ прѣсто˫ащихъ прѣдъсто˫ащюмѹ лъжицю. УСт к. XII, 198 об.; тъгда же бл҃женыи призвавъ иконома подасть ѥмѹ гривьнѹ злата. ЖФП XII, 45б; по приключаю же не подаша… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επαξιώ — ἐπαξιῶ, όω (AM) νομίζω κάτι σωστό, θεωρώ πρέπον («χρόνῳ μακρῷ φιλτάταν ὁδὸν ἐπαξιώσας ὧδέ μοι φανῆναι», Σοφ.) αρχ. (με αιτ. προσ. και απρμφ.) 1. θεωρώ κάποιον άξιο ώστε να κάνω κάτι γι αυτόν («ὁ γὰρ ξένος σε ἐπαξιοῑ δικαίαν χάριν παρασχεῑν»,… …   Dictionary of Greek

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωμα — και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) [μισθώνω] το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστής μισθωτής στον ιδιοκτήτη εκμισθωτή ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή τής μίσθωσης (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …   Dictionary of Greek

  • πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …   Dictionary of Greek

  • πρώτειος — ή πρωτεῑος, εία, ον, Α [πρωτεῑον] (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ. β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῑν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • ՆՊԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0453 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (լծ. ապաստան, եւ հուպ աստ). σύμβλημα (հանգանակ). commissio χρεία (պէտք). opus ἑπιτήδευμα studium, diligentia. եւ բայիւ παρέχω (լծ. պարգեւել).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»