-
1 ἄπλετος
ἄπλετος, ον,A boundless, immense,ἠέρος ὕψος Emp.17.18
;αὐγή Id.135
;δόξα Pi.I.4(3).11
; ; also found in Prose,χρυσὸς ἄ. Hdt.1.14
,50,al.; ἅλες, ὕδωρ, 4.53, 8.12;οἰμωγή 6.58
; ; ἄ. καὶ ἀμήχανον [χρόνου πλῆθος] Id.Lg. 676b; ἐν χρόνου μήκεσιν ἀπλέτοις ib. 683a;χιών X.An.4.4.11
; ;ποταμοὶ ἄπλετοι τὸ μέγεθος Id.Mete. 355b23
;ῥαφανίδες ἄ. τὸ πάχος Id.Pr. 924a27
;θόρυβος Plb.1.50.3
, al.;φύσις Plot.5.5.6
;δύναμις 4.8.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλετος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский