Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσοφείλειν

См. также в других словарях:

  • προσοφείλειν — προσοφείλω owe besides pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοφείλω — Α 1. οφείλω, χρωστώ σε κάποιον κάτι ακόμη («διακόσια τάλαντα προσοφείλειν», Πλούτ.) 2. υστερώ 3. μτφ. χρωστώ επιπρόσθετη ευγνωμοσύνη για μια ακόμη ευεργεσία ή χάρη που μού έγινε («προσοφείλοντές σοι ἄλλας χάριτας», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»