-
1 αλες
-
2 αλς
Iἁλός (ᾰ) ἥ преимущ. поэт. мореἢ ἁλὸς ἢ ἐπὴ γῆς Hom. — на море или на суше;
πόντος ἁλός Hom., ἁλός πέλαγος Hom., HH., Eur. и ἅ. πελαγία Aesch. — морская пучина, мореIIἁλός (ᾰ) ὅ тж. pl.1) сольπάσσειν ἁλός Hom. — посыпать солью;
ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους ἐν κολωνοῖσι Her. — куски и комья соли в виде холмов;ἁλὸς μέταλλον Her. — соляная копь;οὐδ΄ ἅλα δοίης Hom., Theocr. — ты и щепотки соли не дал бы;οἱ ἅλες Aeschin., Dem. — хлеб-соль, гостеприимство2) перен. соль, острота, остроумие Plut. -
3 απλετος
21) безмерный, огромный(ὕψος Emped.; δόξα Pind.; ἅλες Her.; μάχη Plut.; βάρος Soph.; ἐτῶν περίοδοι Plut.)
ἄ. τὸ πάχος Arst. — громадной толщины2) бесчисленный, несметный(πλῆθος Arst.; σκάφη Plut.)
3) сильнейший, обильный(χιών Xen.)
-
4 θραυστος
-
5 θυμιτης
-
6 οψον
τό1) мясное блюдо, мясо(σῖτος καὴ οἶνος ὄψα τε Hom.)
2) закуска(κρόμυον, ποτῷ ὄ. Hom.)
3) рыбное блюдо, рыбаπολλῶν ὄντων ὄψων, ἐκνενίκηκεν ὅ ἰχθύς, μόνον ἢ μάλιστά γε, ὄ. καλεῖσθαι Plut. — хотя закусок много, но в конце концов закуской стала именоваться исключительно или преимущественно рыба
4) приправаοἱ ἅλες τῶν ἄλλων ὄψων ὄ. (sc. εἰσίν) Plut. — соль есть приправа ко (всем) прочим приправам;
οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς Xen. — труд - приправа к счастью5) тонкое кушанье, изысканное блюдо, лакомое яство(ὄψα καὴ τραγήματα Plat.)
6) продовольственный, преимущ. рыбный рынок(εἰς τοὖψον = τὸ ὄ. ἀφικέσθαι Aeschin.)
-
7 πηγνυμι
редко πηγνύω (fut. πήξω, aor. ἔπηξα - дор. πᾶξα, pf. 1 trans. πέπηχα, pf. 2 intrans. πέπηγα, ppf. ἐπεπήγειν - эп. πεπήγειν; pass.: aor. ἐπάγην с ᾰ, тж. ἐπήχθην - эп. πάγην, 3 л. pl. πάγεν, тж. πῆχθεν, fut. πᾰγήσομαι, pf. πέπηγμαι) тж. med.1) вонзать, всаживать(τέν κἰχμέν ἐν μετώπῳ Hom.; ξίφος διὰ φρενῶν Pind.; δόρυ ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει Hom.)
2) втыкать, вбивать, вколачивать(σκῆπτρον Soph.; σταύρωμα Thuc.; κεφαλέν ἀνὰ σκολόπεσσι Hom.)
σχηνέ πεπηγυῖα Her. — воткнутая (кольями в землю), т.е. готовая палатка;ὑπὸ ῥάχιν παγέντες Aesch. — посаженные на кол;στέρνοις πόδα π. Anth. — наступить ногой на грудь3) вперять, устремлять(ὄμματα κατὰ χθονός Hom. и ἐπὴ χθονός Theocr.; πρός τι παγῆναι Plat.)
παγῆναι ἀρέσκειν τινί Plat. — стремиться понравиться кому-л.;ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι Anth. — прильнув губами друг к другу4) сбивать, сплачивать, сколачивать, тж. строить(νῆας Hom., Her.; ἅμαξαν Hes.)
ψυχέ καὴ σῶμα παγέν Plat. — связанная с телом душа5) сковывать (льдом), замораживать(πᾶν ῥέεθρον Aesch.; τοὺς ποταμούς Arph.)
ὕδωρ ἐπήγνυτο Xen. — вода замерзала;ἄνεμος βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους Xen. — северный ветер, леденивший людей6) делать твердым, уплотнять, свертыватьτυροὺς πήγνυσθαι Luc. — приготовлять себе сыры;
ἅλες ἐπὴ τῷ στόματι πήγνυνται Her. — у устья (Борисфена) затвердевает, т.е. отлагается соль;ἄρθρα πέπηγέ μου Eur. — члены мои онемели;τὸ γάλα πήγνυται Arst. — молоко свертывается7) устанавливать, утверждатьὅρχος παγείς Eur. — (торжественно) подтвержденная клятва;
ὅρος ἡμῖν παγήσεται Thuc. — граница наша будет незыблема -
8 χονδρος
См. также в других словарях:
Αλές — οι τοπωνύμιο στην αρχαιότητα στην Αττική και αλλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλές — ἁ̱λές , ἁλής thronged masc/fem voc sg (ionic) ἁ̱λές , ἁλής thronged neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλες — ἅλς salt masc/fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
HOSPES — I. HOSPES in LL. Burgundionum passim, potissimum vero tit. 54. §. 1. et tit. seq. §. 1. i. e. Romanus. Burgundi enim, pervasis Galliarum finibus, cum vereribus incolis, quos Romanos vocabant, agros, terras ac praedia et mancipia ita partiti sunt … Hofmann J. Lexicon universale
SAL — I. SAL Lycophroni Α᾿ιγαιῶνος ἀγνίτης πάγος, a Neptuno, in Tragasi gratiam, conglutinatus fingitur Poetis, teste Polluce l. 6. c. 10. quod si quis de mari intelligat, haud fecerit inepte. Hâe enim ratione Alexander Aetolus, Α῞λα ξυνεῶνα θαλάςςης,… … Hofmann J. Lexicon universale
THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
επαλγής — ἐπαλγής> ές (Α) οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῑς [ἅλες]», Στράβ.). επίρρ... ἐπαλγῶς αλγεινά, οδυνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλγής (< άλγος «πόνος»)] … Dictionary of Greek
Γκράμσι, Avτόνιo — (Antonio Gramsci, Άλες, Κάλιαρι 1891 – Ρώμη 1937).Ιταλός πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία, φιλοσοφία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τορίνο, ίδρυσε το 1919 και διηύθυνε το περιοδικό (και από το 1921 καθημερινή εφημερίδα) Η Νέα Τάξη… … Dictionary of Greek