-
1 προσέχω
A hold to, offer, προσέσχε μαζὸν [δράκοντι] A.Ch. 531; hold against, [τὴν ἀσπίδα] προσῖσχε πρὸς τὸ δάπεδον Hdt.4.200
; apply,χλιάσματα Hp. Mul.2.129
.2 π. ναῦν bring a ship to port,προσσχόντες τὰς νέας Hdt.9.99
;Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν E.Or. 362
; τίς σε προσέσχε.. χρεία; brought thee to land here? S.Ph. 236;< ναῦν> πρὸς τὴν γῆν προσσχεῖν D.C.42.4
: more freq. without ναῦν, put in, touch at a place, προσσχεῖν ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, etc., Hdt.1.2, 3.48, al.; πρὸς τὴν Σίφνον προσῖσχον ib.58: c. dat. loci,π. τῇ γῇ Id.4.156
;τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις Th.4.30
;Λιβύῃ κατὰ τὴν Μαυρουσίαν Plu.Sert.7
: c. acc. loci, τίνι στόλῳ προσέσχες τήνδε γῆν; S.Ph. 244, cf. Plb.2.9.2: abs., land, Hdt.2.182, etc.: with words added,πλέων δι' Ἑλλησπόντου π. ἐς Κύζικον Id.4.76
, cf. 6.119;ναυσὶ προσσχεῖν Th.4.11
;τῇ νηῒ π. εἰς Ῥόδον D.56.9
; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα, of a shipwrecked sailor, Plu.2.1103e.3 turn to or towards a thing,π. ὄμμα E.HF 931
: mostly, π. τὸν νοῦν turn one's mind, attention to a thing, be intent on it,τοῖς ἀναπαίστοις Ar.Eq. 503
; ἐμοί ib. 1014, cf. 1064, X.An.2.4.2, etc.; π. τὸν νοῦν τινι give heed to him, pay court to him, Id.Cyr.5.5.40; ἑαυτῷ π. τὸν νοῦν to be thinking with himself, in a fit of abstraction, Pl.Smp. 174d; alsoπρὸς τὴν ἑαυτοῦ κατηγορίαν π. τὸν νοῦν Antipho 3.4.1
;πρὸς τούτοις Ar.Nu. 1010
; π. τὸν νοῦν μὴ.. take heed lest.., Pl.R. 432b, etc.: abs.,πρόσεχε τὸν νοῦν Cratin. 284
, Pherecr.154, Ar.Pl. 113, etc.;δεῦρο τὸν νοῦν προσέχετε Id.Nu. 575
, cf.Pl.Smp. 217b; προσεχέτω τὸν νοῦν let him take heed, as a warning, Ar.Nu. 1122; also τὴν γνώμην π. Id.Ec. 600, Th.1.95, 2.11, 5.26, 7.15;π. τὴν διάνοιαν ὡς πράξει μεγίστῃ Plu.Num.14
; but περὶ τούτου τῇ διανοίᾳ π. IG7.2225.44 (ii B.C.);π. τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου LXXEx. 9.21
.4 withoutτὸν νοῦν, μὴ πρόσισχε.. βουκόλοις Cratin.286
; σαυτῷ π. Ar.Ec. 294 (lyr.), X.Mem.3.7.9; π. ἑαυτοῖς ἀπό τινος to be on one's guard against, Ev.Luc.12.1; πρόσεχ' οἷς φράζω attend to what I shall tell you, Mnesim.4.21 (anap.), cf. D.10.3, etc.;π. τῶν ἐμπείρων.. ταῖς ἀναποδείκτοις φάσεσι Arist.EN 1143b11
;τῷ πολλῷ χρόνῳ Id.Pol. 1264a2
;π. τοῖς νόμοις Id.Fr. 539
; τοῖς χιλιάρχοις take orders from them, Plb. 6.37.7; alsoπ. ἐπί τινι LXX Ge.4.5
: abs.,πρόσεχε, κἀγώ σοι φράσω Athenio 1.8
; προσέχων ἀκουσάτω attentively, D.21.8;πρόσσχες An. Ox.1.121
: also c. acc.,προσέχων τε ταῦτα Critias 25.19
D.;οὐ προσέχει τὰ πράγματα Philem.73.4
;π. νόμον θεοῦ LXX Is.1.11
, cf. Ex.34.11: also π. ἀπὸ τῶν ἁγίων, τῶν γραμματέων, ib.Le.22.2, Ev.Luc.20.46;π. τοῦ μὴ φαγεῖν αἷμα LXX De.12.23
; π. ἵνα μὴ μαστιγωθῇς ib.2 Ch.25.16.b devote oneself to a thing, c. dat.,γυμνασίοισι Hdt.9.33
;τοῖς ἔργοις Ar.Pl. 553
;τοῖς ναυτικοῖς Th.1.15
;τῷ πολέμῳ Id.7.4
;πλούτῳ Pl.Alc.1.122d
;τούτῳ τῷ ἀγῶνι Lycurg.10
; τοῖς κοινοῖς, γεωργίᾳ καὶ εἰρήνῃ, Plu.Cat.Mi.19, Hdn.2.11.3, etc.:—abs., ἐντεταμένως, προθύμως π., Hdt.1.18, 8.128.6 [voice] Med., attach oneself to a thing, cling, cleave to it,ὅ τι πρόσσχοιτο τοῦ πηλοῦ τῷ κοντῷ Hdt.2.136
; , cf. Pl. 1096; : abs., οἱ πολύποδες οὕτω π. ὥστε μὴ ἀποσπᾶσθαι ib. 534b27.b metaph., devote oneself to the service of any one, esp. a god, Pi.P.6.51 (dub.).7 [voice] Pass., to be held fast by a thing, ; to be attached to it,πρὸς τῷ στήθει Hp.Art.14
; πρὸς τῷ δένδρῳ προσέχεσθαι, of gum, stick to, Thphr.HP9.4.4: metaph., to be implicated in,τῷ ἄγει Th.1.127
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέχω
-
2 διαφέρω
A , , etc.: [tense] aor. 1 διήνεγκα, [dialect] Ion. διήνεικα: [tense] aor. 2 διήνεγκον:— carry over or across,δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν Th.8.8
; carry from one to another,διαφέρεις κηρύγματα E.Supp. 382
; [τὸ ἤλεκτρον] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. Mir. 836b6
: metaph., γλῶσσαν διοίσει will put the tongue in motion, will speak, S.Tr. 323 codd.2 of Time, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, go through life, Hdt.3.40, E.Hel.[10]; : abs., ἄπαις διοίσει ib. 982:—[voice] Med., live, continue,ὑγιηροὶ τἄλλα διαφέρονται Hp. Art.56
; σοῦ διοίσεται μόνος will pass his life apart from thee, S.Aj. 511;σκοπούμενος διοίσει X.Mem.2.1.24
(cj. Dind. for διέσῃ).4 bear to the end, go through with,πόλεμον Hdt.1.25
, Th.1.11; but also, bear the burden of war, Id.6.54; endure, support, with an Adv., ;δ. πότμον δάκρυσι E.Hipp. 1143
(lyr.): abs., of patients in disease,δ. ἕως τῶν εἰκοσιτεσσάρων ἡμερέων Hp.Int.40
; δ. φθειρόμενος ib.12 (also ἡ νοῦσος δ. ἐννέα ἔτεα ibid.).II carry different ways, Ar.Lys. 570, etc.;δ. ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας X.Oec.9.8
; toss about,ὅπλισμα.. διαφέρων ἐσφενδόνα E.Supp. 715
; δ. τὰς κόρας to turn the eyes about, Id.Ba. 1087. Or. 1261 (lyr.):—[voice] Pass., to be drawn apart, disrupted, opp. συμφέρεσθαι, Heraclit.10, Pl.Sph. 242e, Epicur.Nat.908.2; to be tossed about, dub. in Str.3.2.5;δ. ἐν τῷ Ἀδρίᾳ Act.Ap.27.27
, cf. Plu.Galb.26.2 δ. τινά spread his fame abroad, Pi.P.11.60;εἰς ἅπαντας τὴν ἐκείνου μνήμην δ. D.61.46
:—[voice] Pass.,φήμη διηνέχθη Plu.2.163c
.3 tear asunder, E.Ba. 754; disjoin, Arist.Po. 1451a34 ([voice] Pass.): metaph., distract,τὰς ψυχὰς φροντίσιν Plu.2.133d
, cf. 97f ([voice] Pass.), D.Chr.32.46 ([voice] Pass.).4 δ. τὴν ψῆφον give one's vote a different way, i.e. against another, Hdt.4.138, etc.; but also, give each man his vote, E.Or.49, Th.4.74, X.Smp.5.8.5 ἐράνους δ., = διαλύεσθαι, pay them up, discharge them, Lycurg.22.7 plunder, Herod.7.90:—[voice] Pass.,τῶν ἀπὸ [τῆς οἰκίας] φορτίων διενηνεγμένων PLond.1.45.9
(ii B.C.).8 excel,ἀρετῇ τοὺς ἄλλους D.S.11.67
, cf. 2.5;καλλιτεκνίᾳ πάσας γυναῖκας Stud.Pont.3.123
([place name] Amasia).III intr., differ,φυᾷ δ. Pi.N.7.54
; ἆρ' οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; is it one's parents or nurture that make the difference? E.Hec. 599: c. gen., to be different from, Id.Or. 251, Th.5.86, etc.; , cf. Pl.Prt. 329d;τὸ δ'.. ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ' ὅτι τοῦ κόπτειν διαφέρει; D.21.147
;δ. τὰς μορφάς Arist.HA 497b15
; δ. εἴς τι, ἔν τινι, X.Hier.1.2,7;παρὰ τὴν Βεβρυκίαν App.Mith. 1
;καθ' ὑπεροχὴν καὶ ἕλλειψιν Arist.HA 486a22
;κατὰ τὴν θέσιν Id.Mete. 341b24
; ;τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν.. θεωρείσθω Id.PA 684b3
: c. inf.,μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὑχὶ πρόβατα εἶναι δ. Luc.Alex.15
: with Art., τρεῖς μόναι ψῆφοι διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι three votes made the difference (i.e. majority) against capital punishment, D.23.167; also διαφέρει τὸ ἥμισυ τοῦ ἔργου makes a difference equal to half the effort expended, X.Oec.20.17.2 impers., διαφέρει it makes a difference,πλεῖστον δ. Hp.Aph.5.22
;βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν εἰ.. E.Tr. 1248
, etc.; οὐδὲν δ. it makes no odds, Pl.Phd. 89c, cf. Men.Epit. 193;σμικρὸν οἴει διαφέρειν; Pl.R. 467c
: c. dat. pers., δ. μοι it makes a difference to me, Antipho 5.13, Pl.Prt. 316b, etc.; ἰδίᾳ τι αὐτῷ δ. he has some private interest at stake, Th.3.42; εἰ ὑμῖν μή τι δ. if you see no objection, Pl.La. 187d;τί δέ σοι τοῦτο δ. εἴτε.. εἴτε μή; Id.R. 349a
, cf. Grg. 497b, etc.: c. inf.,οὐδέ τί οἱ διέφερεν ἀποθανεῖν Hdt.1.85
: with personal constr.,πράγματά τινι διαφέροντα Plu.Caes.65
; to be of importance, πρός or εἴς τι, Gal.15.420,428;τῷ ζῴῳ Id.UP9.5
.3τὸ δ.
the difference, the odds,Pl.
Phlb. 45d; = τὸ συμφέρον Antiph.31; , cf. Lys.31.5, Is.4.12; τὰ ἀναγκαιότερα τῷ ταμιείῳ δ. vital interests, PThead.15.17 (iii A.D.); τὸ δ. μέρος τῶν ἀποφάσεων the essential part, POxy.1204.11 (iii A.D.); τὰ δ. vital matters, Ep.Rom.2.18;ἐπιστάμενος τὰ δ. παραβαίνειν τολμᾷ And. 3.19
(but τὰ δ. also simply, points of difference, in character and the like , Th.1.70, etc.).4 to be different from a person: generally, in point of excess, surpass, excel him (cf. supr. 11.8), τινός v.l. for -όντως in Th.3.39; τινί in a thing, Id.2.39, Alex.36.6;ἔν τινι Isoc.3.39
; ;κατὰ μέγεθος X.Lac.1.10
;πρός τι Aeschin.1.181
: c. inf.,δ. τινὸς μεταβιβάζειν τινά Pl.Grg. 517b
: sts. folld. by ἤ, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ.. it was far better.. than.., X.An.3.4.33, cf. Mem.3.11.14, Vect.4.25 (where it means to differ in point of diminution); alsoδ. μέγα τι παρὰ τὰς ἄλλας πόλεις Plb.10.27.5
: abs., excel,ἐπί τινι Isoc.10.12
;τάχει Jul.Or.2.53c
;οἱ τόποι διαφέρουσι Thphr.CP5.14.9
; a remarkable achievement,Plb.
6.39.2.8 belong to, τινί, as property, Ph.1.207, PLond. 3.940.23 (iii A.D.); of persons, belong to a household, PStrassb.26.5 (iv A.D.); kinsfolk, 4/5.476 ([place name] Bargylia); appertain to, (iii A.D.); τὰ εἰς τοῦτο -φέροντα πράγματα Mitteis Chr. 372v3 (ii A.D.).IV [voice] Med. and [voice] Pass., be at variance, quarrel,τινί Heraclit.72
, cf. Amphis32, etc.;περί τινος Hdt.1.173
, Pl.Euthphr.7b; δ. ἀλλήλοις differ with, ibid., cf. Antipho 5.42;τινὶ περί τινος Th.5.31
, cf. X.Oec.17.4;πρὸς ἀλλήλους Lys.18.17
, cf. Hyp.Oxy. 1607 Fr. 1 iii 60, etc.;τὰ πρὸς ἀλλήλους Supp.Epigr. 1.363.5
(Samos, iii B.C.);ἀμφί τινος X.An.4.5.17
;διενεχθέντας γνώμῃ Hdt.7.220
; δ. ὡς.. maintain on the contrary that.., D.56.46; οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, Id.9.8; μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου let there be no dispute on this ground, Lys.10.17; οἱ -φερόμενοι the litigants, SIG685.29 (Crete, ii B.C.).—Not in [dialect] Ep.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφέρω
-
3 δυσαπάλλακτος
δῠσαπ-άλλακτος, ον,A hard to get rid of,νοῦσος Hp.Nat.Mul. 40
; (lyr.);πρόσταγμα Isoc.10.28
; , cf. Cat. 10a4: c. gen., - ότεραι τῶν ἐμβρύων having difficulty in bringing forth, Id.HA 587b1; δ. ἀπὸ λόγου a person hard to draw away from.., Pl.Tht. 195c. Adv. - τως, ἔχειν τινός Eust.1389.46
, cf. Eustr. in EN140.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπάλλακτος
-
4 θῆλυς
A- εας Il.5.269
(Hom. has regul. fem.θήλεια Il.8.7
,al., but also θῆλυς as fem., 10.216,al., as in other poets, v. infr.): [dialect] Ion. fem. θήλεα, θήλεαν, θηλέης, θηλέῃ, pl. θήλεαι, θηλέας, θηλέων, Hdt. and Hp.: gen. ; acc. fem. θηλείην dub. l. in Nic.Al.42, neut. pl.θήλεια Arat.1068
: [dialect] Ep. also θηλύτερος indicating opposition rather than comparison (cf. ἀρρέντερος); θηλύτεραι δὲ γυναῖκες Il.8.520
;θηλύτεραι δὲ θεαί Od.8.324
; (Elis, iv B.C.); in late Prose θηλύτερος, -ύτατος occur as [comp] Comp. and [comp] Sup. (v. infr. 11): ( θη- 'suckle', cf. θῆσαι):— female, θήλεια θεός a goddess, Il.8.7; Ἥρη θῆλυς ἐοῦσα being female, 19.97, cf. A.Ag. 1231, S.Tr. 1062, E.IT 621; θήλειαι ἵπποι mares, Od.4.636, etc.; σύες θήλειαι sows, 14.16; ὄϊς θῆλυς a ewe, Il.10.216;θήλεια μῆλα Arat. 1068
; θήλεια ἔλαφος a hind, Pi.O. 3.29;θήλεα κάμηλος Hdt.3.102
; ἡ θ. ἵππος ib.86;θ. ὄρνις S.Fr. 477
; ζῷα θ. Pl.Criti. 110c; ἄπαις θήλεος γόνου without female issue, Hdt.3.66;θῆλυς σπορά E.Hec. 659
;θήλειαι γυναῖκες Id.Or. 1205
;θ. κόραι Pl.Lg. 764d
: with masc. nouns, ὁ θῆλυς ὀρεύς the she-mule, Arist.HA 577b22;ἄνθρωπος θῆλυς Id.PA 688b31
: masc. pl.,θήλεις χοροί Critias 1.8D.
; butμὴ εἶναι θεοὺς ἄρρενας μηδὲ θηλείας Phld.Piet.12
.b ἡ θήλεα, [dialect] Att. - εια, the female, Hdt.3.109, X.Mem.2.1.4; (troch.).c τὸ θ. γένος the female sex, woman-kind, E.Hec. 885; τὸ θ. alone, Id.HF 536, etc.; opp. τὸ ἄρρεν, Pl.R. 454d, Arist.Metaph. 988a5; [ἡ δεῖνα] τέτοκεν θῆλυ PTeb.422.18
(iii A.D.),al.d of plants and trees, Thphr.HP3.9.1;θ. κάλαμος Dsc.1.85
;θῆλυς φοῖνιξ Ach.Tat.1.17
;θῆλυ βούτομον Thphr.HP4.10.4
.2 of or belonging to women,κουράων θῆλυς ἀϋτή Od.6.122
; θήλεα νοῦσος among the Scythians (cf. Ἐνάρεες), Hdt.1.105; (lyr.); ;χάρις APl.4
.<*>87 (Leont.); θ. φόνος murder by women, E.Ba. 796.II metaph., of persons and things,bὕδωρ θ. καὶ μαλακόν Thphr.CP2.6.3
; θηλυτέρα ὀσμή ib.6.15.4; θηλύτατον πεδίον most fruitful, Call.Fr. 296; θηλύτατον ὕδωρ of the Nile, Id.Sos. vii 5.2 tender, delicate,Φοίβου θήλειαι.. παρειαί Id.Ap.37
; θῆλυς ἀπὸ χροιῆς delicate of skin, Theoc.16.49; of temper or character, soft, yielding, weak,θῆλυς ηὕρημαι τάλας S.Tr. 1075
; ;θήλεια φρήν Ar.Lys. 708
, cf. E.Andr. 181;δίαιτα θηλυτέρα ἢ κατ' ἄνδρα Plu.Mar.34
;θηλύτατος Luc.Im.13
;παλλακὴ -υτάτη Philostr.VS2.21.2
; τὸ θῆλυ τῆς ψυχῆς effeminacy, Men.599.3 in mechanics, those parts were called female into which others fitted, as the female vertebra, Poll.2.180;γίγγλυμος J.AJ3.6.3
.5 Pythag., of even numbers, Plu.2.264a, 288d.6 Astrol., of planets, Ptol. Tetr.19; cf.θηλυκός 3c
.III θήλειαι, αἱ, kind of cheese made in Crete, Seleuc. ap. Ath.14.650d. -
5 κακός
A bad:I of persons,1 of appearance, ugly,εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316
, cf. Paus.8.49.3.2 of birth, ill-born, mean,γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων.., ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64
;Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον.. ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189
;οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415
;οὐδ' ἐὰν.. φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT 1063
; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib. 1397.3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279;Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153
, cf. Od.3.375;κ. καὶ ἀνήνορα 10.301
;οἵτινες.. ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14
;κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11
; οὐδαμῶν κακίονες ib. 104;κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph. 1306
; ;οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31
.4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled,ἡνίοχοι Il. 17.487
; [ τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib. 632;νομῆες Od.17.246
; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib. 578; ; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr. 457; : c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214;κ. γνώμην S.Ph. 910
: also c. dat.,κακοὶ γνώμαισι Id.Aj. 964
: c. inf.,κ. μανθάνειν Id.OT 545
; [ νῆσος]φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393
; cf. 11.5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op. 240; opp. Χρηστός, S.Ant. 520;ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT 334
, Ph. 984;πλεῖστον κάκιστος Id.OC 744
;κ. πρός τινας Th.1.86
;εἰς φίλους E.Or. 424
codd.;περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c
.II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like , unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr. 328, A.Pers. 354, 369, etc.; of words, abusive, foul,κ. λόγοι S.Ant. 259
, cf. Tr. 461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag. 657: Astrol., unlucky,τόποι Heph.Astr.1.12
; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill,δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63
;ἀθάνατον κακόν 12.118
;ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65
; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag. 862, 1102, E.Med. 447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra. 552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT 640, cf. OC 496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195, etc.;πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289
; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op. 265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC 1238 (lyr.); (lyr.);δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC 595
, cf. Ant. 1281;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.).2 κακά, τά, evil words, reproaches,πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61
, cf.A.Th. 571, S.Aj. 1244,Ph. 382, etc.3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.4 of a person, pest, nuisance,τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av. 931
; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib. 294.C degrees of Comparison:1 regul. [comp] Comp. in [dialect] Ep.,κακώτερος Od.6.275
, 15.343, Theoc.27.22, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with [pron. full] ῐ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with [pron. full] ῑ in Trag., exc. E.Fr. 546 (anap.);κακῑότερος AP12.7
([place name] Strato).2 [comp] Sup.κάκιστος Hom.
, etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.D Adv. κακῶς ill,ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253
, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr. 266, etc.;κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11
;κ. ἔχειν Ar.Ra.58
, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarelyκακῶς πάσχειν A.Pr. 759
, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8;κ. ὄλοισθε S.Ph. 1035
, etc.; with play on two senses,ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2
; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach. 503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: [comp] Comp.κάκιον Hdt.1.109
, S.OT 428, And.l.c., Pl.Mx. 236a, etc.: [comp] Sup. , Pax2, Pl.R. 420b, etc.2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., [dialect] Att., etc.,κακὸν κακῶς νιν.. ἐκτρῖψαι βίον S.OT 248
;κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr. 446
(troch.);ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65
, cf. Eq. 189, 190, D.32.6, Procop.Pers.1.24;κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41
;κακοὺς κάκιστα S.Aj. 839
; in reversed order, ; with intervening words,κακῶς.. ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph. 1369
, cf. E.Cyc. 268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, [comp] Comp. kasyah-, [comp] Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.) -
6 μανία
A madness, Hdt.6.112, Hp.Aph. 7.5, S.Ant. 958 (lyr.), etc.;πολλὴν καταγνῶναι μ. τινῶν Isoc.4.133
;μέχρι μανίας ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Pl.Phlb. 45e
;μανίη νοῦσος Hdt.6.75
: freq. in pl., Lex Solonis ap.D.46.14, Thgn.1231, A.Pr. 879, 1057 (both anap.), etc.II enthusiasm, inspired frenzy,μ. Διονύσου πάρα E.Ba. 305
;ἀπὸ Μουσῶν κατοκωχή τε καὶ μ. Pl.Phdr. 245a
; θεία μ., opp. σωφροσύνη ἀνθρωπίνη, ib. 256b, cf. Prt. 323b, X. Mem.1.1.16;τῆς φιλοσόφου μ. τε καὶ βακχείας Pl.Smp. 218b
.III passion,ἐρωτικὴ μ. Id.Phdr. 265b
;μανίην μανεὶς ἀρίστην Anacreont. 59.2
: freq. in pl., Pi.O.9.39, N.11.48, E.HF 835;ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει Id.Heracl. 904
(lyr.); μανίη τινός mad desire for.., Hermesian.7.85.------------------------------------μανία (B), ἡ,A = μανότης, An.Ox.2.393. -
7 ἤ
ἤ (A), [dialect] Ep. also [full] ἠέ (in signf. A.11 ἤ (or ἠέ) folld. by ἦ (or ἦε), v. infr.), Conj. with two chief senses, Disj. (2 ἢ.. ἤ either.. or, , cf. 151, 5.484, etc.; soἢ.. ἤτοι.. Pi.N.6.4
, Fr. 138;ἤτοι.. ἤ.. A.Ag. 662
, S. Ant. 1182, Th.2.40, etc. (in Classical Gr. the alternative introduced by ἤτοι is emphasized, later no distn. is implied, Ep.Rom.6.16;ἤτοι.. ἢ.. ἤ.. PTeb.5.59
(ii B.C.)); ἤ repeated any number of times,ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας ἢ Ὀδυσῆος Il.1.138
, cf. Od.15.84, S.Ant. 707; ἤ is prob. wrongly accented in codd. of Il.2.289, Od.3.348, 19.109, v. ἦ Adv.1.3:ἢ πόλις βροτός θ' ὁμοίως A.Eu. 524
(lyr.) is exceptional.3 or else, otherwise,εἰδέναι δεῖ περὶ οὗ ἂν ᾖ ἡ βουλή, ἢ παντὸς ἁμαρτάνειν ἀνάγκη Pl.Phdr. 237c
;μή με λυπεῖτε, ἢ φεύξομ' ἐκ τῆς οἰκίης Herod.5.74
; ζῶντα κακῶς λέγειν ἐκώλυσε.., ἢ τρεῖς δραχμὰς ἀποτίνειν ἔταξε Lex Sol. ap. Plu.Sol.21, cf. 24, IG12.94.10, Them.Or.21.260a.II in Questions or Deliberations in Disj. form(the accentuation is ἢ ([etym.] ἠέ) folld. by ἦ ([etym.] ἦε), Hdn. Gr.2.24, al., A.D.Conj.224.28):1 Direct questions,a introduced by ἢ (ἠέ), ἢ δολιχὴ νοῦσος ἦ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα.. κατέπεφνεν; Od.11.172; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε.. ; 3.72, cf. 1.408, 16.462, Il.6.378, 15.735, 16.12, etc.b without an introductory Particle, θεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; art thou a goddess or a mortal? Od.6.149, cf. 1.226, 4.314, 372, 643, 20.130, 21.194, Il.10.63, 425, 534, 15.203: accented ἦ, Hdn.Gr.2.145, al., but ἤ freq. in codd. of Hom. and always in codd. of later writers: ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω; A.Th. 202; ἄρτι δὲ ἥκεις ἢ πάλαι; Pl.Cri. 43a; κακουργεῖν δεῖ ἢ οὔ; ib. 49c; preceded by πότερον, πότερον δοκεῖ σοι κάκιον εἶναι, τὸ ἀδικεῖν ἢ τὸ ἀδικεῖσθαι; Id.Grg. 474c, etc.2 Indirect questions, freq. epexegetic of a preceding question and identical in form with direct questions.aεἴπ' ἄγε,.. ἤ ῥ' ἐθέλει.., ἦ ἀπέειπε.. Il.9.674
; ;διάνδιχα μερμήριξεν ἢ ὅ γε.. ἐναρίζοι ἦε χόλον παύσειεν 1.190
; later withεἰ.. ἤ A.Ch. 890
,Ag. 478, S.OC80, etc.; πότερον orπότερα.. ἤ.. Id.Pers.148
, 352, Ag.630, etc.; sts.εἴτε.. ἤ E.El. 897
;ἢ.. εἴτε S.Aj. 177
.b without introductory Particle,οὐδέ τι οἶδα ζώει ὅ γ' ἦ τέθνηκε Od.11.464
, cf. Il.10.546, Od.24.238.B COMPARATIVE, than, as, after a [comp] Comp., Il.11.162, etc.: after positive Adjs. which imply comparison, ἄλλος, ἕτερος ἤ.., S.OT 595, Tr. 835(lyr.);ἐναντίος ἤ Pl.Grg. 481c
; ἴδιόν τι πάσχειν πάθος ἢ οἱ ἄλλοι ibid.: after Advbs. or adverbial phrases, πλήν, πρίν, πρόσθεν, χωρίς (qq. v.), ἀλλά (v. ἀλλ' ἤ); τῇ ὑστεραίᾳ ἤ.. Id.Cri. 44a
(f.l. in Smp. 173a);ἐν τῷ πέμπτῳ καὶ δεκάτῳ ϝέτει ἀπὸ τῶ ποτεχεῖ ϝέτεος ἢ Ἀριστίων ἐφορεύει Tab.Heracl.1.121
;παρὰ δόξαν ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε Hdt.1.79
, cf. 8.4;διαφερόντως ἤ.. Pl.Phd. 85b
; οὐδ' ὅσον ἤ.. not so much as.., not more than.., Theoc.9.21: after Verbs implying comparison, βούλεσθαι ἤ.. to wish rather than.., v. βούλομαι IV,αἱρέω B. 11.1b
; so φθάνειν ἤ.. to come sooner than.., Il.23.445, Od.11.58;ἐπιθυμεῖν ἤ.. X.Cyr.1.4.3
;δέχεσθαι ἤ.. Lys.10.21
: less freq. after a word not implying comparison, δίκαιον ἡμέας ἔχειν.. (sc. μᾶλλον)ἤ περ Ἀθηναίους Hdt.9.26
;ἐμοὶ πικρὸς.. ἢ κείνοις γλυκύς S.Aj. 966
(s.v.l.);δεδικαιωμένος ἢ ἐκεῖνος Ev.Luc.18.14
.2 joining two Comparatives which refer to the same subject,πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι Od.1.165
;ταχύτερα ἢ σοφώτερα Hdt.3.65
;μανικώτεροι ἢ ἀνδρειότεροι Pl.Tht. 144b
, cf. Ar.Ach. 1078.3 rarely after a [comp] Sup., (s.v.l.);πίθοιτό κεν ὔμμι μάλιστα ἢ ἐμοί A.R.3.91
.4 ἢ οὐ is used when a neg. precedes, , cf.5.94, Th.2.62, etc.: after an implied neg.,ὠμὸν.. πόλιν ὅλην διαφθεῖραι μᾶλλον ἢ οὐ τοὺς αἰτίους Id.3.36
.5 freq. omitted with numerals after πλείων, ἐλάττων, μείων, ἔτη.. πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap. 17d;οὐ μεῖον πεντακοσίους X.An.6.4.24
: sts. with an inf. or conditional clause, ; τίς εὐπραξία σπανιωτέρα.., εἰ [δύναμις] πάρεστιν (for ἢ δύναμιν παρεῖναι); Th.1.33.6 pleon. with a gen.,τίς ἂν αἰσχίων εἴη ταύτης δόξα, ἢ δοκεῖν.. Pl.Cri. 44c
, cf. Lys.10.28.7 the Disj. and [comp] Comp. uses are found together in Il.15.511 βέλτερον, ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι, ἢ δηθὰ στρεύγεσθαι ἐν αἰνῆ δηϊοτῆτι better, either to die once for all or win life, than long to toil in battle. [ἢ οὐ, ἢ οὐκ combine by Synizesis into one syll. in Trag. and Com., A.Pr. 330, S.Aj. 334, Ar.Lys. 128; so usually in [dialect] Ep., Od.1.298, al.; ;ἢ εἰ Alex.201
.]------------------------------------ἤ (B), an exclamation expressing disapproval,2 to call attention, ποῦ Ξανθίας; ἢ Ξανθία where's Xanthias? hi, Xanthias! Ar.Ra. 271.------------------------------------ἤ (or [full] ἦ) (C), Cypr. forA if, Inscr.Cypr.135.6H.2 Cret. for when, after, ἤ κ' ἀποστᾷ μωλῆν after retiring, he shall take proceedings, Leg.Gort.1.52; ἐν ταῖς τριάκοντα ἤ κα ϝείποντι within 30 days from the time of their proclamation, ib.8.18.
См. также в других словарях:
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πέσσω — και πέττω και πέπτω, Α 1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν 2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω 3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό 4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω 5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη 6. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
περιέρχομαι — ΝΜΑ 1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.) 2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» … Dictionary of Greek
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek
κυκλάς — κυκλάς, άδος, ἡ (Α) [κύκλος] 1. (για την ώρα) αυτή που επανέρχεται κυκλικά 2. αυτή που περικυκλώνει κάτι 3. αυτή που περιβάλλεται από κάτι 4. μέρος αρδευτικής μηχανής 5. ως ουσ. είδος γυναικείου ενδύματος με κράσπεδο 6. φρ. «κυκλάς νοῡσος» νόσος… … Dictionary of Greek
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek