Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοσοῦτοι

См. также в других словарях:

  • τοσοῦτοι — τοσοῦτος so large masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TENSA — I. TENSA M. Graeciae insul. ab Ionibus instituta. Solinus, c. 8. II. TENSA non ἀπὸ τοῦ θείου, quod etymon legas apud Asconium, in 3. Verr. nec a Papia solum comprobatur; sed Caesare etiam Scaligero de Re Poetic. l. 1. c. 32. verum a tendendo. Ita …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νομαδικός — ή, ό (ΑΜ νομαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῡτοι σχεδὸν εἰσὶν...νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για έντομα ή …   Dictionary of Greek

  • τοσούτος — τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.) 2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο. τόσο πολύ ή τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՆՉԱՓԻՔ — (փեաց.) NBH 1 0092 Chronological Sequence: 11c ա.գ. յոքն. վերնոյն. որպէս թէ եզականն լինէր եւ ԱՅՆՉԱՓԻ. Տ. եւ ՈՐՉԱՓԻՔ, ԱՅՍՔԱՆԻՔ, ԱՅՆՔԱՆԻՔ. τοσοῦτοι, τοσούτων tot et tantorum, a tantis եւն. *Զայնչափեացն գոնէ զերկրորդ մասն տացուք Աստուծոյ: Կապեալ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»