Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(ὁδίτης

См. также в других словарях:

  • οδίτης — ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας) οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ὁδίτης — ὁδί̱της , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδῖτα — ὁδίτης wayfarer masc voc sg (doric) ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδῖται — ὁδίτης wayfarer masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδῖθ' — ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc voc sg (doric) ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric) ὁδῖται , ὁδίτης wayfarer masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίτα — ὁδί̱τᾱ , ὁδίτης wayfarer masc nom/voc/acc dual (doric) ὁδί̱τᾱ , ὁδίτης wayfarer masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδίτας — ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc acc pl (doric) ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ход — род. п. а, исход, вход, выход, приход, расход, уход, похожий, укр. хiд, род. п. ходу, ст. слав. ходъ βάδισμα, δρόμος, (Супр.), болг. ход, сербохорв. хо̑д, род. п. хо̏да, словен. hòd, род. п. hodа и hȏd, род. п. hоdа̑, чеш., слвц. сhоd, польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ενοδίτις — ἐνοδῑτις, η (Α) η ενοδία θεά, βλ. ενόδιος, 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οδίτις, θηλ. τού οδίτης < οδός] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»