-
1 οδίτης
-
2 ὁδίτης
-
3 ὁδιτης
-
4 οδιτης
-
5 ὁδίτης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁδίτης
-
6 ὁδιτης
-
7 ὁδίτης
A wayfarer, traveller, Od.7.204, 17.211, S.Ph. 147 ;ἄνθρωπος ὁδίτης Il.16.263
; [dialect] Dor.ὁδίτας Theoc.16.93
. -
8 ὁδίτης
-
9 παρ-οδίτης
παρ-οδίτης, ὁ, der Vorübergehende, Hippocr.; Qu. Maec. 10 (IX, 249), ὦ παροδῖτα; übh. am Wege, Sp.
-
10 συν-οδῑτης
συν-οδῑτης, ὁ, Mitwanderer, Reisegefährte, Sp.
-
11 τρι-οδίτης
τρι-οδίτης, ὁ, auf dem Dreiwege, übh. Einer, der sich auf den Gassen herumtreibt, ein gemeiner pöbelhafter Mensch, B. A. 309 u. a. Sp.
-
12 φιλ-οδίτης
φιλ-οδίτης, ὁ, Freund der Wanderer, der Reisenden, Beiwort des Pan und des Priapus, Philp. 20 (VI, 102).
-
13 μεθ-οδίτης
μεθ-οδίτης, ὁ, = μεϑοδευτής, τεχνίτης, Hes.
-
14 οδίθ'
ὁδῖτα, ὁδίτηςwayfarer: masc voc sg (doric)ὁδῖτα, ὁδίτηςwayfarer: masc nom sg (epic doric)ὁδῖται, ὁδίτηςwayfarer: masc nom /voc pl (doric) -
15 ὁδῖθ'
ὁδῖτα, ὁδίτηςwayfarer: masc voc sg (doric)ὁδῖτα, ὁδίτηςwayfarer: masc nom sg (epic doric)ὁδῖται, ὁδίτηςwayfarer: masc nom /voc pl (doric) -
16 οδιτας
-
17 οδίτα
-
18 ὁδῖτα
-
19 οδίτα
ὁδί̱τᾱ, ὁδίτηςwayfarer: masc nom /voc /acc dual (doric)ὁδί̱τᾱ, ὁδίτηςwayfarer: masc gen sg (doric aeolic) -
20 ὁδίτα
ὁδί̱τᾱ, ὁδίτηςwayfarer: masc nom /voc /acc dual (doric)ὁδί̱τᾱ, ὁδίτηςwayfarer: masc gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
οδίτης — ο (ΑΜ ὁδίτης, Α δωρ. τ. ὁδίτας) οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης)] … Dictionary of Greek
ὁδίτης — ὁδί̱της , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδῖτα — ὁδίτης wayfarer masc voc sg (doric) ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδῖται — ὁδίτης wayfarer masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδῖθ' — ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc voc sg (doric) ὁδῖτα , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric) ὁδῖται , ὁδίτης wayfarer masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδίτα — ὁδί̱τᾱ , ὁδίτης wayfarer masc nom/voc/acc dual (doric) ὁδί̱τᾱ , ὁδίτης wayfarer masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδίτας — ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc acc pl (doric) ὁδί̱τᾱς , ὁδίτης wayfarer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ход — род. п. а, исход, вход, выход, приход, расход, уход, похожий, укр. хiд, род. п. ходу, ст. слав. ходъ βάδισμα, δρόμος, (Супр.), болг. ход, сербохорв. хо̑д, род. п. хо̏да, словен. hòd, род. п. hodа и hȏd, род. п. hоdа̑, чеш., слвц. сhоd, польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ενοδίτις — ἐνοδῑτις, η (Α) η ενοδία θεά, βλ. ενόδιος, 3. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + οδίτις, θηλ. τού οδίτης < οδός] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek