Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συλλαβάς

См. также в других словарях:

  • συλλαβᾶς — συλλαβή conception fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλαβάς — συλλαβά̱ς , συλλαβή conception fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • προσβιβάζω — Α 1. κάνω κάποιον να πλησιάσει, φέρνω πλησιέστερα 2. παρομοιάζω κάποιον με κάποιον άλλο («ὡς μὲν οἱ κατὰ πάντα τῷ Ἀλεξάνδρῳ παραβάλλοντες αὐτὸν καὶ προσβιβάζοντες ἀξιοῡσι», Πλούτ.) 3. μτφ. πείθω («τῷ λόγω προσβιβάζων ὑμᾱς», Αισχίν.) 4. (σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …   Dictionary of Greek

  • στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

  • συλλαβή — Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»