-
1 συνθήκη
συνθήκηcompounding: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————συνθήκηcompounding: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 συνθήκη
A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,II convention, compact,σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra. 384d
, cf. 433e;ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b10
, cf. Rh. 1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a;διὰ συνθήκης Arist.APr. 50a18
; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN 1133a29; so συνθήκῃ ib. 1134b32: pl.,συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32
.2 article of a compact or treaty,τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31
, cf. 1.78: also, treaty,σ. καὶ συμμαχία SIG421.1
(Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch. 555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.;συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17
; γάμων ς. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς ς. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα.., σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri. 54c, D.15.29;συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42
, Ar. Pax 1065, X.HG7.1.2;ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177
; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1;σ. συνεθέμεθα Lys.13.88
; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24;παραβῆναι Pl.Cri.
l.c.;ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164
; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164;συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81
; ἐκ τῶν ς. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht. 183c; opp. παρὰ τὰς ς. Id.Cri. 52d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθήκη
-
3 συνθήκῃ
Βλ. λ. συνθήκη -
4 συνθήκη
-ης ἡ N 1 0-0-2-3-9=14 Is 28,15; 30,1; Dn 11,6; DnLXX 11,17agreement, pact, covenant (based on an accord between two parties, in opp. to διαθήκη where one party usually imposes its will upon the other)Cf. JAUBERT 1963, 311-315; PENNA 1965, 149-180; SPICQ 1953, 286-287; WEVERS 1993, 86 -
5 συνθήκη
1) convention2) treatyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνθήκη
-
6 ξυνθήκη
συνθήκη, συνθήκηcompounding: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————συνθήκῃ, συνθήκηcompounding: fem dat sg (attic epic ionic) -
7 συνθήκηι
συνθήκῃ, συνθήκηcompounding: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 συνθήκης
συνθήκηcompounding: fem gen sg (attic epic ionic)——————συνθήκηcompounding: fem dat pl (epic) -
9 συνθήκαις
συνθήκηcompounding: fem dat pl -
10 συνθήκαισι
συνθήκηcompounding: fem dat pl (epic ionic aeolic)συντίθημιplace: aor part act masc /neut dat pl (attic doric aeolic prose) -
11 συνθήκην
συνθήκηcompounding: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 ξυνθήκας
συνθήκᾱς, συνθήκηcompounding: fem acc plσυνθήκᾱς, συνθήκηcompounding: fem gen sg (doric aeolic) -
13 συνθήκας
συνθήκᾱς, συνθήκηcompounding: fem acc plσυνθήκᾱς, συνθήκηcompounding: fem gen sg (doric aeolic) -
14 ξυνθήκαι
-
15 ξυνθῆκαι
-
16 ξυνθηκών
-
17 ξυνθηκῶν
-
18 ξυνθήκαις
συνθήκαις, συνθήκηcompounding: fem dat pl -
19 ξυνθήκην
συνθήκην, συνθήκηcompounding: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 ξυνθήκης
συνθήκης, συνθήκηcompounding: fem gen sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνθήκη — compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκῃ — συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
συνθήκη — η συμφωνία: Υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπόλεμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… … Dictionary of Greek
Άκερμαν, συνθήκη του — Συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Άκερμαν της Ουκρανίας (νεότερη ονομασία Μπιέλγκοροντ Ντιεστρόγσκι), στις 7 Οκτωβρίου 1826, από τη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη υποχρέωνε την Τουρκία να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος … Dictionary of Greek
Κλέιτον-Μπούλουερ, συνθήκη — (Clayton Bulwer Treaty).Η πρώτη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, για την κατασκευή μιας διώρυγας μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού στην Κεντρική Αμερική. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 19 Απριλίου 1850 από τον… … Dictionary of Greek