-
1 στίχες
-
2 στίχες
στείχωwalk: aor ind act 2nd sg (homeric ionic)στίξrow: fem nom /voc pl -
3 στίξ
στίξ, ἡ, gen.Aστιχός Il.16.173
, 20.362, acc. στίχα Epigr. ap. D.S. 11.14, AP7.56; nom. and acc. pl. στίχες, στίχας (v. infr.):—row, line, rank or file, esp. of soldiers,τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Il.16.173
;στιχὸς εἶμι διαμπερές 20.362
, cf. Epigr. ap. D.S. l.c.: elsewhere in pl., στίχες ἀνδρῶν, Τρώων, Κεφαλλήνων, etc., Il.4.231, 221, 330, al.; ἀσπιστάων ib.90; mostly of foot, but alsoπολλὰς σ. ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων 20.326
; κατὰ στίχας in ranks or lines, ἵζοντο κατὰ ς. 3.326; but ἦλθε κατὰ ς. through the ranks, 16.820, cf. 5.590, 11.91; of dancers, :—also in Trag. and Com.,ξένων στίχες A.Th. 924
(lyr.); πολεμίων, Καδμείων, E.Heracl. 676, Supp. 669; ;συῶν ἠδὲ λεόντων Hes.Sc. 170
;γεράνων Arat.1031
, cf. Q.S.11.114.2 metaph.,ἀνέμων στίχες Pi. P.4.210
; ἐπέων στίχες verses, lays, ib.57; later,στίχα νήσων D.P. 514
;βίβλων AP7.56
.—Cf. στίχος, στοῖχος. -
4 στίχος
1 rankκραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες the ranked words P. 4.57 lit., of fighting men,παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
-
5 ἦ
ἦ (in first position, but introducing phrase P. 9.22, 37, postponed once O. 13.63)a emphasising what follows.ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
] ᾖ Διὸς οὐκ ἐθελο[ ( ἔφη interp. Bury) Πα. 7B. 43. esp.πολύς; ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.22
ἦ θαύματα πολλά O. 1.27
b in combination with other particles. α. ἦρα (= ἦ ἄρα).1 in asseveration (v. also ἦρα, ῥα.) [ ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες ( ἔφη Σ: ἦρα Schr.) P. 4.57]ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην P. 11.38
2 introducing question. “ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; I. 7.3II ἦ μάν, in strong asseveration.ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
“ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ” P. 4.40ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
c ἦ γάρ, emphasising a reason.ἀκούσατ· ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1
ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε Δ. 4. 40.d ἦ δή, v. δή.------------------------------------ἦ1 spoke dub., ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες (v. Wil., 387̆{1}: ἦρα Schr.) P. 4.57, cf. Πα. 7B. 43. -
6 λαός
A v.l. λαόν, which is in all Mss. in 4.148), cj. in Mimn.14.9; [dialect] Att. [full] λεώς, which is also used in Hdt.1.22, 8.136, while the form λαός is sts. used in Trag., and once or twice even in Com. (v. infr. 1.3): also in Inscrr. and Pap. (v. infr.) and in late Prose, as Foed.Byz. ap. Plb.4.52.7 (pl.), Str.14.4.3 (pl.), Plu.2.1096b, etc. (both forms in pr. nn.,Λεωβώτης Hdt.7.204
,Λαβώτας X.HG1.2.18
, etc.).1 in Il., λαός ([etym.] λαοί) usu. means men, i.e. soldiers, both of the whole army and smaller divisions,κριτὸς ἔγρετο λ. Ἀχαιῶν 7.434
;λαὸν ἀγείρειν 16.129
;πολὺν ὤλεσα λαόν 2.115
: pl., ἅμα τῷ γε.. ἄριστοι λ. ἕποντ' ib. 578;στίχες ἀσπιστάων λ. 4.91
; periphr., στρατὸς λαῶν ib.76;λαῶν ἔθνος 13.495
; mostly including both foot and horse, as 2.809; but sts. λαός denotes foot, as opp. horse, 7.342; also, a land army, opp. a fleet, 4.76, 9.424, 10.14; also, the common men, opp. their leaders, 2.365, 13.108; but2 in Od., λαοί, more rarely λαός, almost always means men or people; as subjects of a prince, e.g. 3.214, 305, al. ( λαοί is sts. so used in Il., e.g. 17.226, 24.611; λαοὶ ἀγροιῶται country- folk, 11.676; work-people, 17.390); of sailors, Od.14.248; so after Hom., ναυτικὸς λεώς seafaring folk, A.Pers. 383;πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς S.Fr. 844
;ὁ γεωργικὸς λεώς Ar. Pax 920
(lyr.): in sg., slave, τὸν Εὐρυσθέως λεών, of Heracles, Hecat.23 J.; and so perh.λεὼς αὔτοικος GDI5533e
([place name] Zeleia): more generally, μέροπες λαοί, i.e. mankind, A.Supp.90 (lyr.); λ. ἐγχώριοι the natives, ib. 517, cf. Od.6.194; esp. in Egypt, of the fellahin, PRev.Laws42.11-16 (iii B. C.), PSI4.380.5 (iii B. C.), etc.; civil population, opp. priests and soldiers, OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.), cf. 225.8 (Milet., iii B. C.), al.3 people assembled, as in the theatre,ὁ πολὺς λαῶν ὄχλος Ar.Ra. 676
, cf. 219 (both lyr.); esp. in the Ecclesia,αἱ στίχες τῶν λαῶν Id.Eq. 163
: hence the phrase ἀκούετε λεῴ hear O people!—the usual way of beginning proclamations at Athens, like our Oyez! Sus.1.1, Ar. Pax 551, Av. 448; τιμῶσιν οἱ πάντες λεῴ ib. 1275;δεῦρ' ἴτε, πάντες λεῴ Arist.Fr. 384
;Ἀττικὸς λεώς A.Eu. 681
; ὁ πολὺς λεώς the multitude, Pl.R. 458d, etc.4 in LXX, of the people, as opp. priests and Levites, 1 Es.5.46; in NT, of Jews, opp. Gentiles, Ev.Matt.2.6, Ev.Luc.2.10, al., cf. SIG1247 (Jewish tombstones); of Christians, opp. heathen, Act.Ap.15.14, al.II a people, i.e. all who are called by one name, first in Pi.,Δωριεῖ λαῷ O.8.30
;Λυδῶν δὲ λαὸς καὶ Φρυγῶν A.Pers. 770
;ξύμπας Ἀχαιῶν λαός S.Ph. 1243
, cf. OT 144, etc.; ἱππόται λαοί, i.e. the Thessalians, Pi. P.4.153, cf. 9.54, N.1.17. (The resemblance between λαός people and λᾶος stone (cf. λᾶας ) is implied in Il.24.611 λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων (in the story of Niobe); and so Pi. explains the word from the legend of Deucalion, O.9.46, cf. Epich.122, Apollod.1.7.2; but cf. Philoch.12.) (From λᾱϝ-, as shown by the pr.namesΛαϝοπτόλεμος GDI3151
, ϝιόλαϝος ib.3132 ([place name] Corinth): hence prob. λήϊτον.) -
7 ἄνεμος
ᾰνεμος (-ος, -ον; -ων, -οις, -ους)1 windἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις O. 11.1
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.120
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“ ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” P. 9.48ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν P. 11.39
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (Mosch.: ἴσον τ' ἀνέμοισιν codd.) N. 3.45θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροίαν N. 3.59
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον N. 7.17
παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2.οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
ὠκείας τ ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. -
8 ἔπος
1 in general, word (of song or speech)οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι O. 3.8
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.25
ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
“ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” P. 4.29ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες P. 4.57
“ οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” P. 4.105βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (v. τρεῖς) N. 7.48τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.104
ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε I. 8.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ] δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Παρθ. 2. 32. esp. gen. pl., words of song, song,ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν O. 9.47
Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν, γινώσκομεν P. 3.113
εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων P. 4.299
Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί N. 2.2
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus) N. 9.7 Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (i. e. of epic verse) I. 4.39ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
ἐμο[ὶ δ' ἐπ][ω]ν Pae. 2.103
]ωδ ἐπέων δυνατώτερον Pae. 4.5
]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
ἐμὲ δ ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 24.2 s. in various senses.a speech esp. of praise.εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16
Ἴσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.66
καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (i. e. answer) N. 10.80ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
b prayerεἰ χρεὼν τοῦθ κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.) I. 6.42c prophecyτὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9
d taleλεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
e saying Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) I. 6.67 σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.3 frag. ]δ' ἔπος[ Pae. 8.10
ῥερῖφθαι ἔπος fr. 318. -
9 ἤ
ἤ (once following vowel, I. 1.16 q. v.; once followed by ϝ, I. 1.16; once correpted by following vowel, O. 13.113; thrice not correpted, I. 7.8—10.)1 in alternative questions. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἢ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; O. 13.21 ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην ; ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; P. 11.39 repeated in enumeration, ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ ; ἢ —; I. 7.5—12. Ἰσμηνὸν ἢ χρυσαλάκατον Μελίαν ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ὑμνήσομεν; fr. 29. 1—5. πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Πα. 9. 14—20. v. also πότερον.2 indicating alternatives.aτοὺς μὲν ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας, ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν φάρμακα P. 3.52
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.256
εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον, ἢ μόχθον ἀμφέπει P. 4.267
Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων P. 6.2
πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν P. 9.99
χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος I. 1.50
χερσὶ ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
ἀρχομένοις ἢ καταπαυομένοισιν fr. 89a. 1. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1.* [ ἢ στάσιν (v. l. ἱστᾶσιν) fr. 210.]b ἢ ἤ either — orἰατῆρα ἢ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.67
ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (“ne pose pas une alternative, mais signifie, ‘aussi bien que,’” van Groningen, Comp. litt., 377̆{1}) P. 11.43—4. ἐθέλω/ ἢ Καστορείῳ Ἰολάοι ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (-είω̆ Snell: - είῷ vulgo) I. 1.16εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως ἢ γυναικείῳ θράσει φορεῖται fr. 123. 7.c in enumeration. ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες ἢ πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι/ ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ/ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι P. 3.48
—50.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
dἢ ἤτοι. ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
3 in comparisons.a following comp. adj. κραιπνότεραι/ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
ἐγὼ δὲ πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθ N. 7.21
ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6
τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (sc. κρέσσον γ]ὰρ, simm.) fr. 169. 17.εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον' ἢ̆ ὡς ἰδέμεν O. 13.113
b without comp. adj.ἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα N. 10.58
4 τε ἢ; for conjectural exx., v. τε. -
10 κραιπνός
1 swift “ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι)κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.209
σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. -
11 κυλίνδω
1 roll, tossπέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.23
κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι)τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων στίχες P. 4.209
met.,αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν exercises N. 4.40 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days roll by I. 3.18 -
12 Μήδεια
Μήδεια (-είας, -ειαν.) daughter of Aietes, king of Kolchis, carried off by Jason, and revered esp. at Korinth.1οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι, Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.9
ἧ ῥα Μηδείαςἐπέων στίχες P. 4.57
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (sc. Ἀφροδίτα) P. 4.218κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ, τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις (sc. Πηλεύς) fr. 172. 7. -
13 εἴκω
εἴκω,------------------------------------Aεἶκον 16.305
( ὑπό-), Hdt.8.3: [tense] fut.εἴξω Th. 1.141
, etc.: [tense] aor. 1εἶξα Il. 24.718
, etc., poet. ἔειξα orἔϝειξα Alcm. 31
, [dialect] Ion.εἴξασκε Od.5.332
: [tense] pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire,ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606
; : c. dat., make way for,οὐρεῦσι 24.716
; yield to pressure, Gal. 18(1).97.2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509;εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80
;εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171
: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b.4 give way to any passion or impulse,ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598
;ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122
;ὕβρει Od.14.262
; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143;ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80
;τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18
; of circumstances,πενίῃ εἴκων Od.14.157
; ; ;ξυμφοραῖς Th.1.84
; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant. 718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ.5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in.., Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in.., S.OC 172 (lyr.), cf. Aj. 1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν.. ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221.6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c.II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332.III impers., it is allowable or possible,ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321
: c. inf.,ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520
;φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8
; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16. -
14 κραιπνός
A swift, rushing, Βορέης, θύελλαι, Od.5.385, 6.171;πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671
, 681: in Hom. freq.ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749
, etc.;κραιπνῷ ποδί A.Pers.95
(lyr.);πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.Ichn.213
;κ. βέλος Pi.P.4.90
; κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες, of the Symplegades, ib. 209;σθένει κραιπνοί Id.Fr. 133
: metaph., hasty, rash, κραιπνότερος νόος, of a youth, Il.23.590. Adv. -νῶς, ἀνόρουσε 10.162
;προσεβήσετο 14.292
;διέπτατο 15.83
;θέομεν Od.8.247
: neut. pl. as Adv.,κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27
;κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπνός
-
15 περιστίχες
περιστί?περιστίχεςXχ-ες (parox.), οἱ, αἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστίχες
-
16 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------ -
17 στείχω
Aστίχῃ Hdt.1.9
(v.l. στείχῃ): [dialect] Ep. [tense] impf.στεῖχον Il.9.86
, etc.: [tense] aor. 1 ἔστειξα (only in compd.περίστειξας Od.4.277
): [tense] aor. 2ἔστῐχον Il.16.258
, Call.Del. 153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by [dialect] Ep., Lyr., Trag. (also [dialect] Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in [dialect] Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context,a of motion to or towards,πρὸς οὐρανόν Od.11.17
;ποτὶ πύργους A.Th. 297
(lyr.);πρὸς δόμους Id.Ag. 1657
(troch.);πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97
;στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2
(anap.);ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9
; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204;ἀνὰ ἄστυ 7.72
;δι' ἄστεως A.Supp. 496
; ;ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp. 1366
(anap.);θύραζε Od.9.418
; ; : c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr. 708, Supp. 955, S.OC 643: abs., Id.Tr. 179, E.Rh. 992 (anap.).b of motion from, ἀπ' Ἄργεος ς. Il.2.287;ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th. 690
; ;οἴκοθεν Pi.N.9.20
: abs., go, depart,στείχωμεν A.Pr.81
, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr. 257.2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον ς. march to war, Il.2.833;οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258
; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς ς. Pi.N.1.25.3 c.acc. cogn.,ὁδούς A.Ag. 81
(anap.);τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant. 808
(lyr.);ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th. 467
.4 metaph.,ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3
;ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr. 1090
(anap.);ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th. 534
;πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα.. κακά S.Ant.10
; τὴν ἄτην.. στείχουσαν ἀστοῖς ib. 186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.) -
18 ἀλαπαδνός
A easily exhausted, i.e. powerless, feeble, στίχες, σθένος, μῦθος, etc., Il.4.330, Od.18.373, h.Merc. 334, cf. Hes. Op. 437: [comp] Comp.,ἀλαπαδνότεροι γὰρ ἔσεσθε Il.4.305
. (ἀ- euph., cf. λαπαδνός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαπαδνός
-
19 ἀραρίσκω
A join, fit together), only [tense] impf.ἀράρισκε Od.14.23
, Theoc.25.103: the tenses in use (from Αρω) are mostly poet., v. infr.A trans.:—[dialect] Ion. [tense] aor. 1ἦρσα Il.14.167
([etym.] ἐπ-), [dialect] Ep.ἄρσα Od.21.45
, imper.ἄρσον 2.289
, pl.ἄρσετε A.R.2.1062
, part.ἄρσας Il.1.136
(also inf. ἀράραι· ἁρμόσαι, πλέξαι, Hsch.): [tense] aor. 2 ἤρᾰρον, [dialect] Ion. ἄρᾰρον, inf. ἀρᾰρεῖν, part. ἀρᾰρών (but ἄρᾰρον is used intr. in Il.16.214, Od.4.777, Simon.41; while for ἄρηρεν, in trans. sense (Od.5.248), ἄρασσεν is the true reading;ἐς οὐρανὸν ἤραρεν ὄσσε Orph.A. 984
is by confusion with αἴρω:—[voice] Med., [tense] fut.ἄρσομαι Lyc.995
acc. to Sch. (possibly fr. αἴρω): [tense] aor. I ἠρσάμην, part. : [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 opt. (in pass. sense)ἀραροίατο A.R.1.369
: [tense] pf. subj. ([etym.] προς-):—[voice] Pass., [tense] pf. part. ἀρηρεμένος or- έμενος A.R.3.833
, al.; later incorrectly writtenἀρηράμενος Q.S.2.265
, Opp.C.2.384, etc.: [tense] aor. I ἤρθην, only [ per.] 3pl. ἄρθεν, for ἤρθησαν, Il.16.211:—join together, fasten, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον βόεσσι when they had knitted themselves one to another with their shields, Il.12.105 (in [voice] Pass.,μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν 16.211
); pack up,Od.
2.289.II fit together, construct,ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισιν Il.16.212
:—[voice] Med.,ἀρσάμενος παλάμῃσι Hes. Sc. 320
.III fit, equip, furnish with a thing,νῆ' ἄρσας ἐρέτῃσιν 1.280
; καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας fit all [the jars] with covers, 2.353, cf. A.R.2.1062; καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ furnished, i.e. satisfied, his heart with food, Od.5.95:—in [voice] Pass., esp. [tense] pf. part., fitted, furnished with,πύλας ἀρηρεμένας σανίδεσσι A.R.1.787
.B intr.:—[tense] pf. ἄρᾱρα with [tense] pres. sense, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. ἄρηρα, part. ἀρᾱρώς, ἀρηρώς, Hom., Trag., and late Prose (except that X. hasπροσαραρέναι HG4.7.6
), [dialect] Ep. fem. part. , and metri gr.ἀρᾰρυῖα Hom.
,εὖ ἀρᾰρός Opp.H.3.367
: [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] plpf. ἀρήρειν or ἠρήρειν, with [tense] impf. sense, Il.10.265, 12.56, etc.:— [voice] Med. only [tense] aor. 2 part. sync. ἄρμενος, η, ον, also ος, ον Hes.Op. 786 (cf. however ἀρηρεμένος): on [tense] aor. 2 used intr. v. supr.A.1:—to be joined closely together, in close order,Il.
13.800; ; ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες [πίθοι] piled close against the wall, Od.2.342: c. dat. instr.,κόλλῃσιν ἀρηρότα Emp.96.4
; in Tactics, ἀραρός, τό, = ὀμφαλός (q. v.), Ascl.Tact.2.6, etc.2 abs., to be fixed,φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς Il.10.553
;θυμὸς ἀρηρώς Theoc.25.113
; shines for ever,Pi.
N.3.64; is fixed,A.
Pr.60: or metaph.,θεῶν.. οὐκέτι πίστις ἄραρε E.Med. 414
(lyr.); ὡς ταῦτ' ἄραρε ib. 322; τὸ σόν τ' ἄραρε is fixed, ib. 745: abs., it is fixed, my mind is made up,Id.
Or. 1330, Men.Epit. 185; steadfastness,J.
AJ14.12.3;δόγματα ἀραρότα D.Chr.12.56
; also of persons, steadfast,Plu.
Dio32; [θεοὶ] ἀραρότες τοῖς κρίμασιν Hierocl.p.48 A.;τοῖς λογισμοῖς ἀ. Id.p.51
A.II fit well or closely, ζωστὴρ ἀρηρώς a close-fitting belt, Il.4.134; πύλαι εὖ, στιβαρῶς ἀραρυῖαι, 7.339, 12.454;σανίδες πυκινῶς ἀ. 21.535
; fit or be fitted to a thing, ἔγχος παλάμηφιν ἀρήρει fitted the hands, Od.17.4; κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν, κνημῖδες ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι, Il.13.188, 19.370; κυνέη ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖα fitting a hundred champions, i.e. large enough for them, 5.744; also with Preps.,κυνέη ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖα Od.18.378
, Hes.Sc. 137;ὄφρ' ἂν.. δούρατ' ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ Od.5.361
; κεραυνὸς ἐν κράτει ἀ. fit emblem in victory, Pi.O.10(11).83; ἀνθρώποισιν ἀρηρότα μυθίζεσθαι befitting men, Orph.A. 191.III to be fitted, furnished with a thing, [τάφρος] σκολόπεσσιν ὀξέσιν ἠρήρει Il.12.56
;πόλις πύργοις ἀραρυῖα 15.737
;ζώνη θυσάνοις ἀραρυῖα 14.181
: hence, furnished, endowed with,χαρίτεσσιν ἀραρώς Pi.I.2.19
;ἔθνεα θνητῶν παντοίαις ἰδέῃσιν ἀρηρότα Emp.35.17
;κάλλει ἀραρώς E.El. 948
;πολλῇσιν ἐπωνυμίῃσιν ἀρηρώς D.P.28
.IV to be fitting, agreeable, pleasing, (cf. ἀρέσκω ) once in Hom., ἐνὶ φρεσὶν ἤραρεν ἡμῖν it fitted our temper well, Od.4.777;ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι Hes. Th. 608
.V syncop. [tense] aor. 2 part. [voice] Med. ἄρμενος, η, on (ος, ον Id.Op. 786), fitting, fitted or suited to (cf. ἀρμένως), c. dat., ἱστὸν.. καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ fitted or fastened to the mast, Od.5.254 (cf. ἄρμενα, τά);τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν Il.18.600
;πέλεκυν.. ἄ. ἐν π. Od.5.234
.2 fit, meet,μάλα γάρ νύ οἱ ἄρμενα εἶπεν Hes.Sc. 116
: rarely c. inf., ἡμέρα κούρῃσι γενέσθαι ἄρμενος a day meet for girls to be born, Id.Op. 786.3 prepared, ready, χρήματα δ' εἰν οἴκῳ πάντ' ἄ. ποιήσασθαι ib. 407;ἄ. πάντα παρεῖχον Id.Sc.84
, cf. Thgn.275;ἄ. ἐς τόδε ἔργον A.R.4.1461
;ἄ. ἐς πόλεμόν τε καὶ ἐν νήεσσι μάχεσθαι Hermonax 1.3
, cf. 8.4 agreeable, welcome, ἄρμενα πράξαις, = εὖ πράξας, Pi.O.8.73;ἐν ἀρμένοις θυμὸν αὔξων Id.N.3.58
; so of men,ἄ. ξείνοισιν Pl.Epigr.6
. (Cf. Lat. arma, armus, artus, Goth. arms, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραρίσκω
-
20 ὅπη
ὅπη, [dialect] Ep. [full] ὅππη, both in Hom., v. infr. (better written [full] ὅπῃ A.D. Adv.209.27, Eust.174.1) ; [dialect] Dor. [full] ὅπᾳ Leg.Gort.2.35, etc. ([full] ὅππᾳ Com.Adesp.p.126 D.), also [full] ὅπη Leg.Gort.1.42, Berl.Sitzb.1927.158 ([place name] Cyrene), etc., and [full] ὅπει IG12(3).248.11 ([place name] Anaphe), etc. ; [dialect] Aeol. [full] ὄππα ib. 12(2).645a47. Theoc.28.4 ; but [full] ὄππᾳ prob. in Alc.Supp.1A.4 ; [dialect] Ion. [full] ὅκη (better ὅκῃ) Hdt. (v. infr.):—Adv., relat. and indirect interrog.:I of Place, by which or what way, in which or what direction or part: sts. nearly = ὅπου, where, Il.22.321, Od.9.457 ; εἰρωτᾶν ὅκῃ εἴη v. l. in Hdt.5.87; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν to whatever point.., at that point.., Il.12.48 ;ὅκῃ ἰθύσειε στρατεύεσθαι Hdt.1.204
, cf. 2.146 ;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι A.Ag. 1532
(lyr.);ἐμβαλοῦ μ' ὅπῃ θέλεις S.Ph. 481
codd.II of Manner, in what way, how, as,ὅπῃ νόος ἐστὶν ἑκάστου Il.20.25
, cf. Od.1.347 : more freq. in Trag. and [dialect] Att., as A.Pr. 586, 906 (both lyr.), Ag.67 (anap.), al., Th.1.129, Lys. 14.4, etc.: joined withὅπως, ὅπῃ ἔχει καὶ ὅπως Pl.R. 612a
, cf. Lg. 899a, 899b, etc. ;ὅπῃ ἔτυχεν Arist.GA 743a21
(v.l. ὅπου) ; ὅπῃ ἄν, with subj., ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18 ; ὅπᾳ κα δικαιότατα [dialect] Dor.Foed. ap. eund.5.79, cf. 8.56 ; in a way,Pl.
Prt. 331d ; ἔσθ' ὅπῃ.. ; Id.R. 486b ;οὐκ ἔστιν ὅπῃ Aeschin.3.209
(as v. l.).III with other Particles,ὅπῃ δή Il.22.185
, etc. ; ὅπῃ ποτέ in what possible direction or manner, Pl.Sph. 231c, R. 372e ;ὅπῃ δή ποτε Id.Ep. 338a
: c. gen.,τοὺς ὅπῃ ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Plu.Per.17
; ὅπῃ οὖν or ὁπῃοῦν, in any direction or way whatever, Pl.Prt. 353d, Lg. 950a ; (fort. ὁπῃτιοῦν, cf. Ap. 35b); ὅπῃπερ, ὅπῃπερ ἄν, S.OT 1458 (as v. l.), Pl.Sph. 251a, Ti. 45c, etc.; cf. ὁπωστιοῦν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στίχες — στείχω walk aor ind act 2nd sg (homeric ionic) στίξ row fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… … Dictionary of Greek
περίστιχες — oἱ, αἱ, Α αυτοί που τίθενται κατά σειρά, κατά στίχο κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. περί στίχες (< *στίξ «σειρά, γραμμή»)] … Dictionary of Greek
steigh- — steigh English meaning: to march, ascend Deutsche Übersetzung: ‘schreiten, steigen” Material: O.Ind. stighnōti ‘steigt” (Dhütup.), ved. pra stighnuyüt Opt. present “er möge emporkommen”, ati ṣṭigham Inf. “ũbersteigen,… … Proto-Indo-European etymological dictionary