Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λήϊτον

См. также в других словарях:

  • λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Λήιτον — Λήϊτον , Λήϊτος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήιτον — town hall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτου — λήιτον town hall neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίτῳ — λήιτον town hall neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῇτον — λήιτον town hall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήιτα — λήιτον town hall neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 …   Dictionary of Greek

  • ЛИТУРГИЯ —    • Λειτουργία,          в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… …   Реальный словарь классических древностей

  • λάιτον — λάϊτον, τὸ (Α) βλ. λήιτον …   Dictionary of Greek

  • λήταρχος — λήταρχος, ὁ (Α) δημόσιος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊτον «ναός, δημόσιο κτήριο» + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»