Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄρᾱρα

См. также в других словарях:

  • ἄραρα — ἄρᾱρα , ἀραρίσκω join perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραρίσκω — ἀραρίσκω (Α) Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί 2. συναρμολογώ, κατασκευάζω 3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω 4. παρασκευάζω, ετοιμάζω 5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου 6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος II. (μτχ.) ἀρηρώς κ.… …   Dictionary of Greek

  • αραρότως — ἀραρότως επίρρ. (Α) 1. στερεά, ισχυρά, στενά 2. όπως πρέπει, με ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»