Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στίχα

См. также в других словарях:

  • στίχα — στίξ row fem acc sg στίχᾱ , στίχη tunic fem nom/voc/acc dual στίχᾱ , στίχη tunic fem nom/voc sg (doric aeolic) στίχᾱ , στιχάομαι march in rows pres imperat act 2nd sg (epic) στίχᾱ , στιχάομαι march in rows imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχᾶ — στιχάομαι march in rows pres subj act 1st sg (epic doric aeolic) στιχάομαι march in rows pres ind act 1st sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχᾶς — στιχᾶ̱ς , στιχάομαι march in rows pres ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίχας — στίξ row fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem gen sg (doric aeolic) στίχᾱς , στιχάομαι march in rows imperf ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • стиха́рь — я, м. церк. Длинная, с широкими рукавами, обычно парчовая, одежда дьяконов и дьячков, надеваемая при богослужении, а также нижнее облачение священников и архиереев. [греч. στιχαριον] …   Малый академический словарь

  • πτολίπορθος — ον, Α αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ. β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ. γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + πορθος (<… …   Dictionary of Greek

  • στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»