Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγάλα

См. также в других словарях:

  • μεγάλα — μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc/acc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc sg (doric aeolic) μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγας big neut voc pl μεγάλᾱ , μέγας big fem voc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλᾳ — μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλα Καλύβια — Sp Megãla Kalivija Ap Μεγάλα Καλύβια/Megala Kalyvia L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • μέγαλα — μέγας big neut acc pl μέγας big neut nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγάλα Καλύβια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 105 μ., 2.151 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Πηνειού και σε απόσταση 9 χλμ. Ν της πόλης των Τρικάλων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Το 1854 αποτέλεσε θεάτρο συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλα Πεύκα — Οικισμός (78 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Τὰ μεγάλα μεγάλα καὶ πάσχει κακά. — См. С большего больше и взыщется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κερασφόρα — Μεγάλα μηρυκαστικά ζώα της οικογένειας των βοοειδών. Περιλαμβάνουν τον αμερικανικό βούβαλο, τον βούβαλο του Θιβέτ (γιακ) και όλες τις κατοικίδιες ράτσες των βοοειδών. Τα κ. προέρχονται από το άγριο βόδι που ζούσε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην… …   Dictionary of Greek

  • μεγάλ' — μεγάλα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μεγάλα , μέγας big neut voc pl μεγάλε , μέγας big masc voc sg μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλας — μεγάλᾱς , μέγας big fem acc pl μεγάλᾱς , μέγας big fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγαλ' — μέγαλα , μέγας big neut acc pl μέγαλα , μέγας big neut nom pl μέγαλε , μέγας big masc voc sg μέγαλαι , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»