Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νώδυνον

См. также в других словарях:

  • νώδυνον — νώδυνος ν(e) masc/fem acc sg νώδυνος ν(e) neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»