Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐτυχεῖν

См. также в других словарях:

  • εὐτυχεῖν — εὐτυχέω to be prosperous pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ουσιώ — οὐσιῶ, όω (Α) [ουσία] 1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ 2. παθ. οὐσιοῡμαι, όομαι υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»