Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πορεύεσϑαι

См. также в других словарях:

  • πορεύεσθαι — πορεύω make to go pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • иду — идти, народн. итить, обойтиться, разойтиться (Соболевский, Лекции 258), сюда же: пойти, войти, прийти, выйти, сойти, перейти, найти и т. д., др. русск. иду, ити, укр. iду, iти, блр. iцi, iсцi, iду, ст. слав. идѫ, ити πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, вънити… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • обрету — инф. обрести, др. русск. обряту, обрѣсти, ст. слав. обрѩштѫ, обрѣсти εὑρίσκειν (Зогр., Мар., Клоц., Супр.) Родственно встретить, сретение (см.). Сближают с лит. surė̃sti, sùrėčiau поймать, ухватить (Бецценбергер, ВВ 26, 168). Дальше стоит лит …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ход — род. п. а, исход, вход, выход, приход, расход, уход, похожий, укр. хiд, род. п. ходу, ст. слав. ходъ βάδισμα, δρόμος, (Супр.), болг. ход, сербохорв. хо̑д, род. п. хо̏да, словен. hòd, род. п. hodа и hȏd, род. п. hоdа̑, чеш., слвц. сhоd, польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • пройти — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. πορεύεσθαι) приходить в движение, идти, отправляться …   Словарь церковнославянского языка

  • Minuscule 482 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 482 John Evangelist folio 226 verso …   Wikipedia

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • εμφαγείν — ἐμφαγεῑν (AM) (τού άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β ἐνέφαγον, ἐμφαγεῑν, ἐμφαγών, οῡσα, όν χρησιμοποιούνται) 1. αντί τού απλού φαγεῑν 2. κυρίως φαγεῑν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.) 3. τρώγω… …   Dictionary of Greek

  • επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»