-
1 μεγα-πενθής
μεγα-πενθής, ές, sehr trauervoll, wohl nur N. pr.
-
2 μεγα-σχιδής
μεγα-σχιδής, ές, sehr gespalten, Hesych.
-
3 μεγα-σθενέτης
μεγα-σθενέτης, ὁ, = Folgdm, Sp.
-
4 μεγα-σθενής
-
5 μεγα-βρεμέτης
μεγα-βρεμέτης, ὁ, = μεγαλοβρεμέτης, Orph. Arg. 747, ποταμός.
-
6 μεγα-κρατής
μεγα-κρατής, ές, = μεγαλοκρατής, Sp.
-
7 μεγα-κλεής
μεγα-κλεής, ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.
-
8 μεγα-κήτης
-
9 μεγα-κῡδής
μεγα-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll; ἀστοί, Ep. ad. 120 ( App. 328); ἄνδρες, Man. 2, 150.
-
10 μεγα-θαρσής
μεγα-θαρσής, ές, sehr muthig, Hes. Sc. 385 u. sp. D., wie Man. 2, 372.
-
11 μεγα-θαμβής
μεγα-θαμβής, ές, hoch erstaunt, Opp. Cyn. 2, 488.
-
12 μεγά-τολμος
μεγά-τολμος, = μεγαλότολμος, Maneth. 3, 49.
-
13 μεγά-τῑμος
μεγά-τῑμος, = μεγαλότιμος, Ael. V. H. 8, 7.
-
14 μεγά-φρων
μεγά-φρων, = μεγαλόφρων, Sp.
-
15 μεγά-κροτος
μεγά-κροτος, sehr lärmend, Tzetz. zu Lycophr. 497.
-
16 μεγά-κυκλος
μεγά-κυκλος, mit großem Kreislauf, Tzets. P. H. 763.
-
17 μεγά-δωρος
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
-
18 μεγά-λιστος
μεγά-λιστος, sehr flehend, conj. Herm. in Aesch. Eum. 44 für μέγιστος.
-
19 μεγά-θῡμος
μεγά-θῡμος, großherzig, hochsinnig, bes. voll hohes Muthes, Hom. u. Hes., Beiwort tapferer Männer und ganzer Völker, Il. 16, 488 auch des Stiers, und Od. 8, 520. 13, 121 der Athene. Einzeln auch bei sp. D.
-
20 μεγά-μῡκος
μεγά-μῡκος, Erkl. von ἐρίμυκος, Hesych.
См. также в других словарях:
Μέγα — Μέγᾱ , Μέγης masc nom/voc/acc dual Μέγης masc voc sg Μέγᾱ , Μέγης masc gen sg (doric aeolic) Μέγης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
Μέγα Χωρίο — Sp Mèga Chorijas Ap Μέγα Χωρίο/Mega Chorio L P. Sporadų ss. (Tilo s.) ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μέγα — μέγας big neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν. — См. Не многое, но много … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μέγα Γαρδίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 211 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού και σε απόσταση 14 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασάρωνος … Dictionary of Greek
Μέγα Δέρειο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 545 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα … Dictionary of Greek
Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου … Dictionary of Greek
Μέγα Ελευθεροχώρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 759 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λάρισας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς … Dictionary of Greek
Μέγα Εύμοιρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 79 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρουπόλεως … Dictionary of Greek
Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα … Dictionary of Greek