Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἄχη

См. также в других словарях:

  • ἀχή — ἀ̱χή , ἠχή sound fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχη — ἄχος pain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀχέω 2 pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱χη , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄ̱χη , ἠχέω sound pres imperat act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάχη — ἰ̱άχη , ἰάχω cry plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἰ̱άχη , ἰάχω cry plup ind act 1st sg ἰάχω cry plup ind act 1st sg (homeric ionic) ἰ̱άχη , ἰαχέω cry imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἰαχέω cry pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Левкотея — (Λευκοθέα; получила это имя по смерти, а сперва называлась Ино, Ινώ) дочь Кадма и Гармонии, супруга Афаманта. Мифы о Л. носят трагический характер, так что выражение Іνοΰς άχη (скорби Ино) вошло в пословицу. Как морская богиня, она считалась… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • θρέομαι — (Α) ξεφωνίζω («θρέομαι φοβερά μεγάλ ἄχη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τον ενεστ. θρέ(F)ομαι < ΙE *dhreu o «γογγύζω, βοώ», απαντά στην Αρμενική αθέματος ενεστ. erdnum, αόρ. erdu ay «ορκίζομαι» < ΙΕ *dhru neu mi (πρβλ. αρχ. λατ. δeicō… …   Dictionary of Greek

  • κακάγγελτος — κακάγγελτος, ον (Α) [κακαγγελώ] αυτός που έχει προκληθεί από δυσάρεστη αγγελία («κακάγελτα ἄχη», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …   Dictionary of Greek

  • ουράνιος — α, ο (ΑΜ ουράνιος, ία ον, θηλ. και ος) [ουρανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ουρανό ή αυτός που βρίσκεται στον ουρανό ή αυτός που προέρχεται από τον ουρανό (α. «ουράνια φαινόμενα» τα φαινόμενα τα οποία εξελίσσονται στον ουρανό β. «φυτὸν… …   Dictionary of Greek

  • -machy — məkē, ki noun combining form ( es) Etymology: Greek machia, from machē battle, fight (from machesthai to battle, fight) + ia y : warfare : contest between or by means of logomachy …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»