Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑείομεν

См. также в других словарях:

  • θείομεν — θέω dhávate pres ind act 1st pl (epic) θέω dhávate imperf ind act 1st pl (epic) θεάω gaze at pres ind act 1st pl (epic doric ionic) τίθημι p aor subj act 1st pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»