Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αἰϑήρ

См. также в других словарях:

  • Αἰθήρ — ether masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθήρ — ether masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας …   Dictionary of Greek

  • αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… …   Dictionary of Greek

  • Αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰθέρες — αἰθήρ ether masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»