-
1 κατ-εργάζομαι
κατ-εργάζομαι, 1) bewirken, fertig machen, vollenden, durchsetzen; πάντα γὰρ κατειργάσω Soph. El. 1011; ἢν ταῦϑ' ἁ' πινοεῖς κατεργάσῃ Ar. Eccl. 247; πρήγματα μεγάλα κατεργάσασϑαι Her. 5, 24; ϑαυμαστὰ καὶ πολλὰ κατεργασάμενος Plat. Legg. III, 686 e; μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσϑε, schnell führt ihr es aus, Xen. Hier. 2, 2; Folgde; das perf hat theils active Bdtg, τοὺς μέγιστα ἔργα κατειργασμένους Xen. Hem. 3, 5, 11, wie Pol. 4, 70, 4, ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα ἀδίκως, der sich die Tyrannis auf ungerechte Art verschafft hat, Plat, Gorg. 473 d, theils pass., κατείργασται ϑυσία, das Opfer ist vollbracht, Eur. I. T. 1081, vgl. Herc. Fur. 151; τάδε οἱ κατέργαστο Her. 1, 123, wie 7, 26; κατειργασμένη ὠφέλεια = ἑτοίμη, Antiph. 2 α 4. Auch τινά τι, anthun, z. B. καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζονται Andoc. 1, 17; ἀνδρὸς μεγάλα τὴν πόλιν κατειργασμένου Aesch. 3, 229. – 2) sich Etwas erarbeiten, erwerben, τάλαντον Ar. Equ. 933, τὴν ἡγεμονίην Her. 3, 65; – verarbeiten, σίδηρον Dem. 27, 10, wie λίϑους D. Sic. 1, 98; Plut. Pericl. 12; die Speise verarbeiten, theils von den Zähnen, sie klein machen, Arist. H. A. 2, 5 D. Sic. 3, 35, theils vom Magen, verdauen, Medic.; Getreide, mahlen, D. Hal. 5, 13; auch vom Dreschen, Long. 3, 30. – 3) sich unterwerfen, bezwingen; Διὸς μακέλλῃ κατείργασται πέδον Aesch. Ag. 512, wo es »überwunden u. zerstört sein« bedeutet; Σαρδὼ νῆσον κατεργάσασϑαι Her. 6, 2; κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔϑνος, das Volk war von Kyrus unterworfen worden, 1, 123; dem κρατεῖν entsprechend, Thuc. 6, 11, vgl. 33. 86; auch im freundlichen Sinne, gewinnen, wozu vermögen, χρόνῳ δὲ κατεργάσατο καὶ ἀνέπεισε Ξέρξεα, ὥστε ποιέειν ταῦτα Her. 7, 6; εἴ τινα βούλοιο κατεργάσασϑαι καλεῖν σε ἐπὶ τὸ δεῖπνον Xen. Mem. 2, 3, 11; ἐκπεῖσαι καὶ κατεργάσασϑαι τὸν ἄνϑρωπον Plut. Fab. 21; τὴν κόρην Parthen. 13. – 4) tödten; λέοντα βίᾳ Soph. Trach. 1084; Eur. Hipp. 888 I. T. 1173 u. öfter; δράκοντος αἷμα Phoen. 1069; ἑαυτόν Her. 1, 24 u. Sp., wie Hdn. 3, 11, 15. – Den aor. pass. κατεργασϑῆναι in passiv. Bdtg, überwunden, gewonnen werden, hat Her. 9, 108; Luc. Hermot. 5.
-
2 προς-κατ-εργάζομαι
προς-κατ-εργάζομαι, noch dazu verrichten, D. Cass.
-
3 προ-κατ-εργάζομαι
προ-κατ-εργάζομαι, dep. med., vorher verrichten, D. Cass. oft; προκατειργασμένα, pass., Plut. Demetr. et Ant. 1.
-
4 συγ-κατ-εργάζομαι
συγ-κατ-εργάζομαι, mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.
-
5 κατεργάζομαι
κατ-εργάζομαι, (1) bewirken, fertig machen, vollenden, durchsetzen; μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσϑε, schnell führt ihr es aus; ὁ κατειργασμένος τὴν τυραννίδα ἀδίκως, der sich die Tyrannis auf ungerechte Art verschafft hat; teils pass., κατείργασται ϑυσία, das Opfer ist vollbracht. (2) sich etwas erarbeiten, erwerben; verarbeiten; die Speise verarbeiten, teils von den Zähnen, sie klein machen, teils vom Magen, verdauen; Getreide: mahlen; auch vom Dreschen. (3) sich unterwerfen, bezwingen; Διὸς μακέλλῃ κατείργασται πέδον, wo es »überwunden u. zerstört sein« bedeutet; κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔϑνος, das Volk war von Kyrus unterworfen worden; auch im freundlichen Sinne: gewinnen, wozu vermögen. (4) töten. Den aor. pass. κατεργασϑῆναι in passiv. Bdtg, überwunden, gewonnen werden -
6 προκατεργάζομαι
-
7 προςκατεργάζομαι
-
8 συγκατεργάζομαι
συγ-κατ-εργάζομαι, mit, zugleich, zusammen vollbringen; beistehen; zugleich mit umbringen, töten
См. также в других словарях:
ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… … Dictionary of Greek
πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * και μυλών, ο (ΑΜ μυλών, ῶνος και μύλων, ωνος, Μ και μύλωνας) το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος,… … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek
ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] … Dictionary of Greek
κατιδίω — (Α) είμαι κάθιδρος, εργάζομαι ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰδίω «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek