Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ποιῶ

См. также в других словарях:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • ποιῶ — ποιέω make pres subj act 1st sg (attic epic doric) ποιέω make pres ind act 1st sg (attic epic doric) ποιός of a certain nature masc/neut gen sg (doric aeolic) ποιόω make of a certain quality pres subj act 1st sg ποιόω make of a certain quality… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιῷ — ποιός of a certain nature masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — ποιός of a certain nature masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίω — ποί̱ω , ποῖος of what kind? masc/neut nom/voc/acc dual ποί̱ω , ποῖος of what kind? masc/neut gen sg (doric aeolic) ποιέω make pres subj act 1st sg (doric) ποιέω make pres ind act 1st sg (doric) ποιόω make of a certain quality pres imperat act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποίῳ — ποί̱ῳ , ποῖος of what kind? masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιῶι — ποιῷ , ποιός of a certain nature masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] …   Dictionary of Greek

  • θεματοποιώ — θεματοποιῶ, έω (Α) σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο ποιώ (< θαυματοποιός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»