Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φυτά

См. также в других словарях:

  • φυτά — φυτάς plant fem voc sg φυτόν plant neut nom/voc/acc pl φυτός shaped by nature neut nom/voc/acc pl φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc/acc dual φυτά̱ , φυτός shaped by nature fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυτά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) του νομού Χίου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, οι Κηπουριές (υψόμ. 340 μ.) …   Dictionary of Greek

  • μικρόθερμα φυτά — Φυτά των οποίων ο βιολογικός κύκλος μπορεί να εξελίσσεται ενεργά μόνο σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και συγκεκριμένα μεταξύ 15° και 0°C, με θερμικό άριστο κάτω των 10°C. Μικρόθερμα φυτά είναι η βετούλη, οι νάνες ιτιές, χαμόφυτα της τούνδρας… …   Dictionary of Greek

  • αεροφόρα φυτά — Φυτά, κυρίως υδρόβια, που φέρουν εξογκώσεις γεμάτες από αέρα, με τις οποίες κατορθώνουν να επιπλέουν. Τέτοιο φυτό είναι η τράπα η νηχομένη με φύλλα και βλαστούς αεροφόρους, που επιπλέουν, γνωστή στην Ελλάδα ως τριβολοκρατήλα …   Dictionary of Greek

  • εφήμερα φυτά — Φυτά, τα οποία περνούν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στο έδαφος με τη μορφή σπερμάτων ανθεκτικών στην ξηρασία και στη σήψη και είναι σε θέση να φυτρώσουν, να ανθίσουν και γενικά να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε λίγες μόνο… …   Dictionary of Greek

  • αζωτολόγα φυτά — Τα φυτά που εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. Ανήκουν όλα στην τάξη χεδρωπά ή λεγκουμινώδη. Χρησιμοποιούνται από τους γεωργούς για τη βελτίωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εδαφών, με τη μέθοδο της χλωρής λίπανσης. Από πολύ παλιά ο άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • μονοετή φυτά — Ποώδη φυτά τα οποία κλείνουν τον κύκλο της ανάπτυξής τους μέσα σε ένα μόνον έτος. Ευδοκιμούν ιδιαίτερα σε περιοχές στις οποίες είναι πολύ σαφής η διαδοχή των εποχών, με συνέπεια να παρατηρείται μια πολύ ευνοϊκή και μια πολύ δυσμενής για τα φυτά… …   Dictionary of Greek

  • αλλόχωρα φυτά — Ονομάζονται τα φυτά που τα σπέρματα και οι καρποί τους (μονάδες διασποράς) διασπείρονται με ξένα μέσα, όπως είναι o άνεμος, το νερό και τα ζώα. Σε αντίθεση με αυτά βρίσκονται τα αυτόχωρα φυτά …   Dictionary of Greek

  • φαρμακευτικά φυτά — Ονομασία ορισμένων φυτών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ή από τα οποία λαμβάνεται με ειδική επεξεργασία παρασκεύασμα (εκχύλισμα) για τον ίδιο σκοπό. Ήδη από την αρχαιότητα οι άνθρωποι κατέφευγαν στα φυτά για την ανακούφιση των πόνων και τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»