Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁδόν

См. также в других словарях:

  • ὀδόν — ὀδούς tooth masc voc sg ὀδών tooth masc voc sg οὐδός 1 threshold masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδόν — ὁδός 1 way masc acc sg ὁδός 2 way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔκολον τὴν εἰς Ἅιδου ὁδὸν καταμύοντας γοῦν κατιέναι. — См. Вход в него для всех открыт, Из него же нет исхода …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • Mark 1 — This article is about the chapter of the Book of Mark. For other uses, see Mark I. Gospel of Mark Mark 1 Mark 2 Mark 3 Mark 4 Mark 5 Mark 6 Mark 7 Mark 8 Mark 9 Mark 10 Mark 11 Mark 12 Mark 13 …   Wikipedia

  • HENOTICON — q. Ep. Pacificatoria edictum Zenonis Imp. suasu Acacii Patr. CP. promulgatum, ad Eutychianos cum Orthodoxis uniendos. Quo, quoad externam speciem, symbolum fidei Conciliorum Oecum. Niceni, Constantinopolitani et Ephesini recipiendum inculcabatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IGNETES — pop. Rhodii, quos Telchinibus successisse tradit Hesych. Ι῎γνητες, inquit, οὕτως ὠνομάζοντο οἱ μετα τοὺς Τελχεῖνας ἐποικήςαντες τὴν Ρ῾όδον. Tamen Ignetes, sive Gnetes iidem qui γνήσιοι s. ἐθαγενεῖς, i.e. indigena. Steph. Γνῆς, ἔθνος οἰκῆ???αν τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… …   Определитель языков мира по письменностям

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»