Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑηρᾷν

См. также в других словарях:

  • Θηρᾶν — Θήρα from Thera fem gen pl (doric aeolic) Θήρη hunting of wild beasts fem gen pl (doric aeolic) Θήρης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρᾶν — θήρα from Thera fem gen pl (doric ionic aeolic) θηράω hunt pres part act masc voc sg (doric aeolic) θηράω hunt pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θηράω hunt pres part act masc nom sg (doric aeolic) θηρᾶ̱ν , θηράω hunt pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρᾷν — θηράω hunt pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θῆραν — Θήρης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήραν — Θήρᾱν , Θήρα from Thera fem acc sg (attic doric aeolic) Θήρᾱν , Θήρη hunting of wild beasts fem acc sg (attic doric aeolic) Θήρᾱν , Θήρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήραν — θήρᾱν , θήρα from Thera fem acc sg (attic doric ionic aeolic) θήρᾱν , θηράω hunt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θήρᾱν , θηράω hunt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) θήρᾱν , θηράω hunt imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θήρανδε — (Α) προς τη Θήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. εν. Θήραν + δε (I)*, μόριο δηλωτικό της προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • κλωπεία — κλωπεία, ἡ (Α) [κλωπεύω] 1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῑς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ) 2. είδος χορού …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

  • σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»