Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔπεσα

См. также в других словарях:

  • ἔπεσα — ἐφέζομαι sit upon aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπιέννυμι put on besides aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσάλευον — ἐπεσά̱λευον , ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπεσά̱λευον , ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσασι — ἐπέσᾱσι , ἐφέζομαι sit upon aor part act masc/neut dat pl (ionic) ἐπέσᾱσι , ἐφίζω set upon aor part act masc/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεσάλευεν — ἐπεσά̱λευεν , ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπί , εἰσ ἀλεύω remove imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί σαλεύω cause to rock imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • λούμπα — I Αφρικανικός λαός, εγκατεστημένος στην περιοχή μεταξύ του μέσου και του άνω ρου του Σανκούρου και της λίμνης Τανγκανίκα (Κονγκό). Οι Λ., γνωστοί και ως Μπαλούμπα, υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες φυλές, που μιλούν την ίδια γλώσσα (τσιλούμπα).… …   Dictionary of Greek

  • ἔπεσ' — ἔπεσι , ἔπος vácas neut dat pl ἔπεσαι , ἐφέζομαι sit upon aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἔπεσα , ἐφέζομαι sit upon aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἔπεσε , ἐφέζομαι sit… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»