Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὄλβος

См. также в других словарях:

  • ὄλβος — happiness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …   Dictionary of Greek

  • ὄλβω — ὄλβος happiness masc nom/voc/acc dual ὄλβος happiness masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβε — ὄλβος happiness masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοιο — ὄλβος happiness masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοις — ὄλβος happiness masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβοισι — ὄλβος happiness masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβον — ὄλβος happiness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβου — ὄλβος happiness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβους — ὄλβος happiness masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβων — ὄλβος happiness masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»