Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ΠΕΤ

См. также в других словарях:

  • πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς …   Dictionary of Greek

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek

  • Honor society — In the United States, an honor society is an organization of rank, the induction into which recognizes excellence among one s peers. There are numerous societies recognizing various fields and circumstances; the Order of the Arrow, for example,… …   Wikipedia

  • Simón Pedro — «San Pedro» redirige aquí. Para otras acepciones, véase San Pedro (desambiguación). San Pedro Papa de la Iglesia católica …   Wikipedia Español

  • Christian archaeology — The Ruins of the Byzantine Church, in the area of the Bethesda Pool Christian Archeology (more commonly termed Biblical Archaeology ) is the study of archaeological sites in connection to the texts of the Bible. The abundance of forgeries, fakes …   Wikipedia

  • Demotic Greek — Not to be confused with Demotic (Egyptian). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean …   Wikipedia

  • Sociedad de honor — Las sociedades de Honor . Ilustración de la Tyee 1909 (Anuario de la Universidad de Washington). En los Estados Unidos, una sociedad de honor es una organización profesional, el ingreso en la cual reconoce la excelencia de la persona entre sus… …   Wikipedia Español

  • -αλο — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών τής Νεοελληνικής, πρβλ. θρύψ αλο, χούφτ αλο, που προέρχεται από αρχαία και μεταγενέστερα ουσιαστικά σε αλον, πρβλ. βράχ αλον, κρότ αλον, πέτ αλον …   Dictionary of Greek

  • ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • ευπτησία — εὐπτησία, ἡ (Α) η επιδεξιότητα στο πέταγμα, η εμπειρία στην πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτήσις (< θ. πτησ τού ρ. πέτ ομαι «πετώ», πρβλ. μέλλ. πτήσ ομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»