Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κρατερή

См. также в других словарях:

  • κρατερῇ — κρατερός strong fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερή — κρατερός strong fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лисса — У этого термина существуют и другие значения, см. Лисса (значения). Лисса (др. греч. Λύσσα «бешенство»), от λύκος, «волк»,  в древнегреческой мифологии божество[1], персонификация бешенства и безумия. Порождена Ночью и Ураном[2].… …   Википедия

  • Боевой транс — «Боевой транс» термин, обозначающий изменённое состояние сознания людей, участвующих в боевых действиях. В этом состоянии боец не чувствует страха («афобия») и боли («анальгезия»). Кроме этого, в состоянии боевого транса все члены группы теряют… …   Википедия

  • εντύνω — (I) ἐντύνω και ἐντύω (Α) Ι. 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω 2. (για πλοίο) εφοδιάζω, εφοπλίζω, εξοπλίζω 3. αναγκάζω, διατάζω, παραινώ, συνιστώ («κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει», Θέογν.) 4. φρ. «ἐντύνω ὑπόσχεσιν» εκπληρώνω υπόσχεση που έδωσα. (II)… …   Dictionary of Greek

  • επιτανύω — ἐπιτανύω (Α) [τανύω] 1. τεντώνω, εκτείνω, απλώνω κάτι κάπου («ἐπιδέουσιν ἐπὶ τὴν ἴξιν τῆς κληῑδος ἐπιτανύοντες», Ιπποκρ.) 2. εξαπλώνω, σκορπίζω («Ζεὺς δ’ ἐπὶ νύκτ’ ὀλοὴν τάνυσε κρατερῇ ὑσμίνῃ», Ομ. Ιλ.) 3. παθ. ἐπιτανύομαι τεντώνω με δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ις — (I) ἴς, ἰνός, ή (ΑΜ) βλ. ίνα (Ι). (II) ἴς, ἡ (Α) 1. (για πρόσ.) ισχύς, δύναμη («ἀλλ ἄρα καὶ ἴς ἐσθλή», Ομ. Ιλ.) 2. (περιφρ.) α) «ἱερὴ ἴς Τηλεμάχοιο» ο δυνατός Τηλέμαχος (Ομ. Οδ.) β) «κρατερὴ ἳς Ὀδυσσῆος» ο κραταιός Οδυσσέας (Ομ. Ιλ.) 3. (και για… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — ή, ό επίρρ. ά 1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός. 2. βίαιος, λυσσαλέος, άγριος: Έγινε μάχη κρατερή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»