Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δεῖται

См. также в других словарях:

  • δεῖται — δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δέω 1 bind pres ind mp 3rd sg (attic epic) δέω 2 lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖθ' — δεῖτο , δέομαι lack pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δεῖται , δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres imperat act 2nd pl (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres opt act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεῖτ' — δεῖτο , δέομαι lack pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δεῖται , δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres imperat act 2nd pl (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres opt act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …   Dictionary of Greek

  • PLASTICE — Graece Πλαςτικὴ, Ars fingendi ex argilla, gypso, cera, aliave materia: unde similit udine petitâ de mollibus ac cereis puerorum ingeniis, Horatius, l. 2. Epist. 2. v. 8. Argillâ quidvis imitaberis udâ. A Galeno, una cum Graphice seu Picturâ,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… …   Dictionary of Greek

  • ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καθυγρασμός — καθυγρασμός, ὁ (Α) [καθυγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… …   Dictionary of Greek

  • μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»