Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀστᾶ

См. также в других словарях:

  • ὀστᾶ — ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc pl (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροφόρα οστά — Οστά με κοιλότητα η οποία επενδύεται από βλεννογόνο και περιέχει αέρα. Οι αεροφόρες αυτές κοιλότητες ονομάζονται κόλποι και –επειδή βρίσκονται γύρω από το κύτος της μύτης– παραρρινικοί κόλποι …   Dictionary of Greek

  • επακταία οστά — τα ανατ. υπεράριθμα μικρότατα οστά που παρεμβάλλονται μερικές φορές στις ραφές τού κρανίου αλλιώς επάκτια ή επακτά ή βορμιανά ή εμβόλιμα οστά …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικά οστά — Δύο τετράπλευρα οστά που εντοπίζονται στα πλάγια του προσώπου και συνδέουν την κάτω σιαγώνα με το κρανίο. Η σύνδεση αυτή πραγματοποιείται με τρεις αποφύσεις, τη γναθιαία, τη μετωπική και την κροταφική, οι οποίες καταλήγουν στα αντίστοιχα οστά. Τα …   Dictionary of Greek

  • βρεγματικά οστά — Τα δύο πλατιά τετράπλευρα οστά που βρίσκονται στις δύο πλάγιες προς τη μεσαία γραμμή του κρανίου πλευρές, πίσω από το μετωπιαίο οστό και πάνω από τα κροταφικά. Στην εξωτερική κυρτή τους επιφάνεια διακρίνουμε τον λεγόμενο βρεγματικό όγκο και τις… …   Dictionary of Greek

  • υπερώια οστά — Ονομασία δύο μικρών οστών του προσώπου, ενός οριζόντιου και ενός κάθετου, που συμβάλλουν στο σχηματισμό των ρινικών κοιλοτήτων, του στόματος και των κoγχών των ματιών …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»