-
1 ερωτησις
- εως ἥ1) постановка вопроса, вопросἐξ ἐρωτήσεως Arst. — в порядке вопроса;
ψεύδους οὐδεμία ἔ. δεῖται Xen. — ни на один вопрос нельзя отвечать неправдой;ἐρωτήσεως ἔτι ἥ ἀπόκρισις δεῖται Plat. — (этот) ответ нуждается в (предварительной) постановке вопроса;ἐρωτήσεος ἐπιρρήματα грам. — вопросительные наречия2) лог. метод вопросов (для приведения собеседника к умозаключению)(ἥ διαλεκτικέ πρότασις ἐ. ἀντιφάσεώς ἐστιν Arst.)
-
2 μαντεια
эп. μαντείη, ион. μαντηΐη ἥ1) пророческий дар HH.2) пророческое толкованиеαἴνιγμα μαντείας ἔδει Soph. — загадка (Сфинкса) нуждалась в истолковании провидца3) способ прорицания(ἐν Θήβῃσι Her.)
4) прорицание(Φοῖβος ὅ πέμψας τὰς μαντείας Soph.)
μαντείᾳ χρῆσθαι καθ΄ ὕπνον Plat. — прорицать во сне5) догадка, предвидениеὡς ἥ ἐμέ μ. Plat. — как я предвижу
-
3 παραμυθια
ἥ1) уговаривание, увещевание(τῶν ὄχλων Plat.)
2) доказательство3) ослабление, облегчение(τῶν πονων καὴ τῶν κινδύνων Plut.)
4) развлечение, увеселение(παραμυθίας χάριν Plat.)
5) успокоение, утешение Plat., NT. -
4 πιστις
1) вера, довериеπίστιν ἔχειν или φέρειν τινί Soph. — доверять кому-л.
2) вера, кредитπ. τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τινι Dem. кто-л. — имеет у кого-л. кредит на такую сумму3) вера, убежденностьπ. θεῶν Eur. — вера в богов;
σωφροσύνης πίστιν ἔχειν περί τινος Dem. — быть убежденным в чьём-л. благородстве4) вера, верность(ἀνάκτι Aesch.)
5) залог верности, ручательство, честное словоἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Soph. — дай руку в подтверждение верности (твоих слов);πίστιν δοῦναι καὴ λαβεῖν Xen. — дать взаимную клятву верности;πίστιν (κατα)λαβεῖν Her. — обязать честным словом6) вера, вероисповедание7) уверение, подтверждение, доказательствоτοῦτο οὐκ ὀλίγης παραμυθίας δεῖται καὴ πίστεως Plat. — это требует серьезного разъяснения и доказательства;
π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arst. — индуктивное доказательство8) поручение, миссия(πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Polyb.)
-
5 σελινον
τό(Anth. тж. ῐ) бот. сельдерей ( Apium graveolens) Hom., Her., Arst., Plut.
σελίνων στεφάνωμα Pind. — венок из сельдерея ( которым награждались победители на Истмийских и Пифийских играх);οὐδ΄ ἐν σελίνῳ σοὐστὴν οὐδ΄ ἐν πηγάνῳ погов. Arph. — твои дела не находятся (еще) ни у сельдерея, ни у руты, т.е. еще и не начинались ( оба эти растения сажалась обычно по краям огородов);σελίνου δεῖται Plut. погов. — он нуждается в сельдерее, т.е. дни его сочтены ( сельдереем часто украшались могилы) -
6 στηριγμα
См. также в других словарях:
δεῖται — δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δέω 1 bind pres ind mp 3rd sg (attic epic) δέω 2 lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖθ' — δεῖτο , δέομαι lack pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δεῖται , δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres imperat act 2nd pl (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres opt act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖτ' — δεῖτο , δέομαι lack pres opt mp 3rd sg (epic ionic) δεῖται , δέομαι lack pres ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτο , δέομαι lack imperf ind mp 3rd sg (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres imperat act 2nd pl (attic epic) δεῖτε , δέω 1 bind pres opt act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
PLASTICE — Graece Πλαςτικὴ, Ars fingendi ex argilla, gypso, cera, aliave materia: unde similit udine petitâ de mollibus ac cereis puerorum ingeniis, Horatius, l. 2. Epist. 2. v. 8. Argillâ quidvis imitaberis udâ. A Galeno, una cum Graphice seu Picturâ,… … Hofmann J. Lexicon universale
επαγγέλλω — (AM ἐπαγγέλλω) [αγγέλλω] 1. μέσ. υπόσχομαι κάτι χωρίς να μού τό ζητήσουν, προσφέρω («καί σφι προσελθοῡσι ἐπηγγείλατο καταγωγήν καὶ ξείνια», Ηρόδ.) 2. μέσ. καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, ασκώ βιοποριστικό επάγγελμα (α. «επαγγέλλεται τον γιατρό»… … Dictionary of Greek
ερώτηση — η (AM ἐρώτησις) [ερωτώ] 1. η πρόταση που εκφράζει απορία και με την οποία ζητούνται πληροφορίες («ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῑν δεῑται», Πλάτ.) 2. η πρόταση που απευθύνεται σε κάποιον για εξεταστικό σκοπό νεοελλ. 1. το ζήτημα για το οποίο… … Dictionary of Greek
καθυγρασμός — καθυγρασμός, ὁ (Α) [καθυγραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθυγραίνω, η ύγρανση από βρέξιμο («ἡ γλῶττα δεῑται καθυγρασμοῡ», Αέτ.) … Dictionary of Greek
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… … Dictionary of Greek
μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] … Dictionary of Greek