Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βαρεῖα

  • 1 βαρεία

    βαρείᾱ, βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc /acc dual
    ——————
    βαρείᾱͅ, βαρύς
    heavy in weight: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > βαρεία

  • 2 βαρεία

    βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc sg

    Morphologia Graeca > βαρεία

  • 3 βαρεῖα

    βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc sg

    Morphologia Graeca > βαρεῖα

  • 4 βαρείᾳ

    Βλ. λ. βαρεία

    Morphologia Graeca > βαρείᾳ

  • 5 βαρείας

    βαρείᾱς, βαρύς
    heavy in weight: fem acc pl
    βαρείᾱς, βαρύς
    heavy in weight: fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > βαρείας

  • 6 βαρείαι

    βαρείᾱͅ, βαρύς
    heavy in weight: fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > βαρείαι

  • 7 βαρύς

    βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—
    A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,

    χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219

    , cf. 89;

    ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51

    ;

    β. τὸ σῶμα App.Mac.14

    ; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering,

    νόσῳ S.Tr. 235

    ;

    σὺν γήρᾳ Id.OT17

    ;

    ἐν γήρᾳ Id.Aj. 1017

    ;

    ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1

    ;

    ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a

    ; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);

    β. βάσις

    heavy, slow,

    S.Tr. 966

    ;

    τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844

    . Adv.

    κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d

    .
    2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;

    Κλῶθες Od.7.197

    ;

    κῆρες Il.21.548

    ;

    β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206

    (lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.;

    ἡδονή S.OC 1204

    ;

    ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c

    ;

    πόλεμος D.18.241

    ;

    βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66

    ;

    νόσος

    causing disgust,

    S.Ph. 1330

    ; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,

    χωρίον X.Mem.3.6.12

    ;

    πλησμονή Id.Cyn.7.4

    ; indigestible, Ath.3.115e;

    β. νότος Paus.10.17.11

    . Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;

    β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1

    (but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5;

    πρός τι Id.Pol. 1311b9

    ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.

    βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1

    ; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.
    3 violent,

    ὀργή S.Ph. 368

    ;

    μῆνις Id.OC 1328

    ;

    ἀπέχθειαι Pl.Ap. 23a

    ([comp] Sup.);

    θυμός Theoc.1.96

    .
    II of persons, severe, stern,

    β. ἐπιτιμητής A. Pr.77

    ;

    εὔθυνος Id.Pers. 828

    , cf. S.OT 546;

    Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100

    ; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.;

    ξύνοικος A. Supp. 415

    , S.Fr. 753;

    γείτονες Plb.1.10.6

    .
    2 overbearing,

    σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27

    (but

    σεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42

    );

    ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c

    ; important, powerful,

    πόλις Plb.1.17.5

    , etc.
    3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the

    ὁπλίτης Pl.Lg. 833b

    ([comp] Comp.);

    τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3

    .
    4 difficult,

    ὅρκος γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. S.Fr. 933

    .
    III of impressions on the senses,
    1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;

    βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572

    (lyr.);

    φθέγγονται βαρύτατον ἀνθρώπων Hp.

    Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;

    πενθεῖν Ael.VH12.1

    ; esp. of musical pitch, low, opp.

    ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e

    ; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,

    ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b

    ;

    ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30

    , etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;

    β. τάσις D.H.Comp.11

    , A.D.Synt.307.13;

    β. τόνος D.T.674.13

    , cf.A.D.Pron. 36.5;

    β. συλλαβή

    unaccented,

    Id.Synt.100.8

    , al. Adv.

    βαρέως

    with the accent thrown back,

    Id.Pron.51.1

    , Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note,

    αὐλεῖν Id.GA 788a22

    ).
    2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119.
    3 Adv. βαρέως slowly,

    ἐπισπᾶσθαι Hero Aut.26.6

    . ( guṛr-u- from gu[rmacr ]ṛ-u-, Skt. gurús 'heavy', Lat. gravis (from fem. gur[schwa]wī-), Goth. kaúrus 'heavy'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύς

  • 8 βαρεί'

    βαρεῖο, βαρέω
    weigh down: pres opt mp 2nd sg (epic ionic)
    βαρεῖαι, βαρέω
    weigh down: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
    βαρεῖα, βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc sg
    βαρεῖαι, βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > βαρεί'

  • 9 βαρεῖ'

    βαρεῖο, βαρέω
    weigh down: pres opt mp 2nd sg (epic ionic)
    βαρεῖαι, βαρέω
    weigh down: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
    βαρεῖα, βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc sg
    βαρεῖαι, βαρύς
    heavy in weight: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > βαρεῖ'

  • 10 βαρύς

    a of sound, deep, heavy ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
    b met., heavy, grievous

    πένθος δὲ πίτνει βαρὺ O. 2.23

    Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας P. 1.75

    ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    βαρειᾶν νόσων P. 5.63

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε N. 6.50

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς sc. Melissos, a pankratist I. 4.51

    Lexicon to Pindar > βαρύς

  • 11 μάτηρ

    μᾱτηρ (μάτηρ, ματρός, ματέρος, ματρί, ματέρι, ματέρα), μᾶτερ.)
    1 lit., mother οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον mother of Pelops O. 1.46 Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ, ἐπεὶ Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε, μάτηρ Thetis O. 2.80 τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Euadne O. 6.56 ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” Koronis P. 3.42 μία βοῦς Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” Enarea P. 4.142 τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (ἀδόξως. Σ.) P. 4.186 ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (sc. Ἀρκεσίλας: ἀμφίβολον, πότερον ἀπὸ μητρὸς πεπαιδευμένος ἢ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας ἔνδοξος ἦν. Σ.) P. 5.114 οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (i. e. οἴκαδε. Σ.) P. 8.85 φίλας ὑπὸ ματέρος” Cyrene P. 9.61 σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ Alkmene P. 11.4 ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα Klytaimnestra P. 11.37 λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος Danae P. 12.14 σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν Alkmene N. 1.35 ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν Leto N. 9.4 Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ Hera N. 10.18 ματρὶ τεᾷ” Leda N. 10.81

    μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία I. 5.1

    ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Dexithea

    Πα... ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν mother of Neoptolemos Πα.. 1. ]ματερ[Πα. 7B. 3. θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ] φύτευεν ματρί[ Danae Δ.. 1. θεῶν Κυβέ[λαν] ματ[έρα] (supp. Gomperz, Snell) fr. 80. Φερσεφόνᾳ ματρί τε Demeter ?fr. 346 = P. Oxy. 2622, fr. 1. 4.
    2 epith. of divinities.
    a Mother Earth. Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος P. 4.74

    ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί) N. 6.2
    b Kybele, the great mother, cf. fr. 80.

    ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.78

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3.
    3 met.,
    a ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα, λίσσομαι i. e. mother of poets N. 3.1 μᾶτερ ἐμὰ χρύσασπι Θήβα (cf. O. 8.64) I. 1.1 Αἴγινα φίλα μᾶτερ (a chorus of Aiginetans sings) P. 8.98
    b

    μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1

    οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (Dreykorn: τέρειναν codd: οἰνάνθαν ὀπώρας Pauw.) N. 5.6

    Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10

    μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.

    ἀκτὶς ἀελίου, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων Pae. 9.2

    ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: ματέρας codd.) fr. 122. 4.
    c of cities, mother city κῶμον ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον, ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας Stymphalos O. 6.100 στεφάνων ἄωτοι κλυτὰν Λοκρῶν ἐπαείροντι ματέρ' ἀγλαόδενδρον Opous O. 9.20 νεόπολίς εἰμι· ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν i. e. Teos, recolonized? by Abdera, the mother city of the chorus Πα. 2. 28—9. cf. I. 1.1, P. 8.98
    4 fragg.

    ματερ[ Pae. 3.6

    ]ματε[ρ Δ. 2. 32.

    Lexicon to Pindar > μάτηρ

  • 12 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 13 πάθα

    πᾰθα (-ας, -ᾳ, -αν; -αις.)
    1 misfortune, suffering

    ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O. 6.38

    ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος P. 3.97

    ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳP. 8.84 ἐγὼ πλέον ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον (“die vielen Schmerzen die O. auf dem Meer erduldete” Fränkel) N. 7.21 πεπρωμέναν πάθαν[ (the fall of Troy?) Πα. 8A. 16.

    Lexicon to Pindar > πάθα

  • 14 σύν

    1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)
    a along with, accompanied by
    I of people, things

    ἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35

    κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81

    σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13

    ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19

    ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67

    κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4

    ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71

    ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19

    Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41

    τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58

    κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78

    κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2

    ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳP. 4.39

    σὺν κείνοισι P. 4.134

    ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187

    σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖP. 8.54

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.

    Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3

    Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20

    διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36

    ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78

    ( Ἡρακλέης)

    σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28

    πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31

    πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)

    Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4

    κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55

    ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.
    II =

    ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51

    σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74

    I esp. of gods

    σὺν θεοῖς O. 8.14

    σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105

    σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87

    σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69

    πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9

    σὺν ΔαναοῖςP. 4.48

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250

    ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χαρίτεσσί τε καὶ

    σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    σὺν θεοῖς I. 1.6

    σὺν θεῷ I. 4.5

    II of things, by means of, through

    σὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18

    Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42

    σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

    σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26

    θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21

    εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4

    τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56

    σὺν τιμᾷ θεῶνP. 4.51

    σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203

    σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221

    ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260

    σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57

    Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21

    ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)

    βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7

    Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14

    νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49

    Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

    εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι

    χθόνα πολύδωρον Pae. 2.59

    νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
    c
    I of accompanying circumstances, along with

    ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33

    θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58

    πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24

    καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38

    πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61

    οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳP. 3.42

    νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8

    ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66

    εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96

    ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4

    θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10

    καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64

    ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9

    ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67

    Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47

    μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.
    II with, at the time of

    καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10

    τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7

    ὄφρα

    Θέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

    τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.
    III with, under the influence of

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.
    d in of musical terms

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45

    e fragg.

    σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7

    παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.
    2 adv.
    a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12
    b in tmesis σὺν πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67

    Lexicon to Pindar > σύν

  • 15 βρίθω

    βρίθω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. subj.
    A

    βρίθῃσι Od.19.112

    : [dialect] Ep. [tense] impf.

    βρῖθον 9.219

    : [tense] fut.

    βρίσω B.9.47

    , [dialect] Ep. inf.

    - έμεν h.Cer. 456

    : [tense] aor.

    ἔβρῑσα Il.12.346

    , etc.: [tense] pf.

    βέβρῑθα 16.384

    , Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.

    βεβρίθει Od. 16.474

    :—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,

    σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561

    ;

    βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112

    , cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,

    ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557

    (lyr.);

    ὄλβῳ β. Id.Tr. 216

    (lyr.);

    πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305

    ;

    κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11

    .
    4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;

    εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466

    ; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;

    ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18

    : but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.
    II of men, outweigh, prevail,

    ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159

    : abs., have the preponderance in fight, prevail,

    ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346

    ;

    τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512

    ; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;

    εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130

    .
    2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;

    πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b

    : c. gen.,

    πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290

    ;

    συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12

    ;

    βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190

    (hex.);

    βριθομένη χαρίτων AP5.193

    (Posidipp. or Asclep.): abs.,

    ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153

    (lyr.). (Cf. βρῖ.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρίθω

  • 16 διερός

    διερός, ά, όν,
    A active, alive, twice in Hom.,

    οὐκ ἔσθ' οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτός Od.6.201

    , cf. Aristarch. ad loc. (but perh. for δϝῐ-ερός, 'to be feared'); διερῷ ποδί with nimble foot, 9.43;

    διερῇ φλογί AP7.123

    (Diog. Laert.).
    II after Hom., wet, liquid, ὕδατι διερόν cj. in Pi.Fr.107.14;

    αἷμα τὸ δ. A.Eu. 263

    ; τὸ δ., opp. ξηρόν, Anaxag. 4, 12; of the air, opp. λαμπρός, v. l. in Hp.Aër.15; of birds, which float through the air, Ar.Nu. 337; δ. μέλεα, of the nightingale's notes, dub. l. in Id.Av. 213;

    δ. καὶ βαρεῖα γῆ Thphr.CP3.23.2

    ;

    δ. φῦκος Ph. Bel.99.24

    ;

    τοῦ δ. παγέντος Alciphr.1.23

    ; δ. κέλευθος, of the sea, A.R.1.184; πώγων δ. [ὀστρέου] AP9.86 (Antiphil.);

    διερὰς χαίτας εὐώδεας Orph.Fr. 142

    ; δ. μόρος death by drowning, Opp.H.5.345; δ. πῦρ the watery star, i. e. the constellation Eridanus, Nonn.D.23.301. (Prop., acc. to Arist.GC 330a16 διερὸν μέν ἐστι τὸ ἔχον ἀλλοτρίαν ὑγρότητα ἐπιπολῆς, opp. βεβρεγμένον ( soaked through), but cf.

    σπόγγος ὄξει διερός Dsc.Eup.1.141

    ; διερά, = σεσηπότα, Hsch.) (In signf. 1, perh. cogn. with δίεμαι (but not with βίος): in signf. 11, prob. connected with διαίνω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερός

  • 17 θυμοβαρής

    A heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. [suff] θῡμο-βάρεια EM458.24.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβαρής

  • 18 Κήρ

    Κήρ, , [dialect] Aeol. [full] Κᾶρ Alc. (v. infr.), gen. Κηρός, acc. Κῆρα; [dialect] Dor.pl. [full] Κᾶρες Hipparch. ap. Stob.4.34.8 (
    A v.l. Κῆρες), but sg. κήρ Trag.in lyr. (v. infr.):— the goddess of death or doom,

    Κὴρ.. Θανάτοιο Od.11.171

    , etc.;

    Κῆρες.. Θανάτοιο Il.2.834

    , etc.; ἐν δ' Ἔρις ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον ἐν δ' ὀλοὴ K.Il.18.535; ἐμὲ μὲν K.

    ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ 23.79

    ; διχθάδιαι Κῆρες, of Achilles, 9.411;

    Κῆρες μυρίαι 12.326

    ; Κῆρες Ἀχαιῶν, Τρώων, 8.73, 74; K.

    νηλεόποινοι Hes.Th. 217

    ; K.

    Ἐρινύες A.Th. 1060

    (anap.); K.

    ἀναπλάκητοι S.OT 472

    (lyr.), cf.Tr. 133 (lyr.), Pi.Fr. 277, E.El. 1252, HF 870 (troch.); ἁρπαξάνδρα K., of the Sphinx, A.Th. 777 (lyr.): prov., θύραζε Κῆρες (v.l. Κᾶρες) , οὐκ ἔνι (v.l. ἔτ') Ἀνθεστήρια, of those who want the same always, Zen. 4.33, Suid. s.v. θύραζε.
    II as Appellat., doom, death, esp. when violent, rarely without personal sense in Hom., τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι that seems to thee to be death, Il.1.228;

    κῆρ' ἀλεείνων 3.32

    , al.;

    φόνον καὶ κ. φέροντες 2.352

    , al.: freq. later,

    ὐπὰ κᾶρι.. διννάεντ' Ἀχέροντ' ἐπέραισε Alc.Supp.7.7

    ;

    μέλαιναν κῆρ' ἐπ' ὄμμασιν βαλών E.Ph. 950

    .
    2 νοσῶν παλαιᾷ κηρί plague, disease, S.Ph.42, cf. 1166 (lyr.): in a general sense, βαρεῖα μὲν κ. τὸ μὴ πιθέσθαι grievous ruin it were not to obey, A.Ag. 206 (lyr.); ἐλευθέρῳ ψευδεῖ καλεῖσθαι κ. πρόσεστιν οὐ καλή an unseemly disgrace, S.Tr. 454.
    3 pl.sts. in Prose, blemishes, defects, [

    τοῖς καλοῖς] κ. ἐπιπεφύκασιν Pl.Lg. 937d

    ; [

    τόποι] ἰδίας ἔχουσι κῆρας Thphr.CP5.10.4

    ;

    κ. σύμφυτοι D.H.2.3

    , cf. 8.61;

    ἁμαρτίαι καὶ κ. Plu.Cim.2

    ;

    σῶμα ἀκήρατον τῶν ἐκτὸς κ. Ti.Locr. 95b

    , cf. Ph.1.368, al.: rarely sg.,

    συνήθειαν ὥσπερ τινὰ κ. Plu.Ant.2

    , cf.Ph.1.440. (Perh. cogn. with κεραΐζω.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κήρ

  • 19 Κλῶθες

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κλῶθες

  • 20 τύχη

    τύχη [pron. full] [ῠ], , [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (
    A

    τεύχω, τυγχάνω A. 1.2

    ):—the act of a god,

    τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67

    ;

    ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E.Med. 671

    ;

    τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53

    ; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;

    θείῃ τύχῃ Hdt.1.126

    , 3.139, 4.8, 5.92.

    γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a

    ;

    θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e

    ;

    ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326

    ;

    δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e

    ;

    πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196

    ; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;

    ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c

    :

    ἄσημα δ' ου'κέτ' ε'στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος E.Hipp. 371

    (lyr.);

    ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351

    (troch.);

    δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728

    (lyr.);

    τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37

    .
    b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).
    2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,

    τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48

    ;

    τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485

    ; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;

    εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a

    : also pl.,

    ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511

    .
    II regarded as an agent or cause beyond human control:
    1 fortune, providence, fate,

    πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16

    ;

    ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100

    ;

    πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426

    ;

    ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15

    ;

    μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a

    ;

    κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A.Ag. 1647

    ;

    ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93

    : personified,

    Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2

    ;

    Τ. Σωτήρ A. Ag. 664

    , cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <

    Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62

    , cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;

    πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506

    , cf. 505;

    Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139

    .
    2 chance, regarded as an impersonal cause,

    τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b

    ; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined as

    αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281

    ;

    πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men.812

    ;

    τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281

    , cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;

    οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287

    ;

    τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5

    ; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;

    τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977

    ; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;

    ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1

    , cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;

    τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2

    , cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73;

    ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι Id.1.78

    , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;

    ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d

    ;

    ἐκ τύχης Id.Phdr. 265c

    , R. 499b, etc.;

    διὰ τύχην Isoc.4.132

    , 9.45;

    δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29

    ;

    κατὰ τύχην Th.3.49

    , X.HG3.4.13;

    τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118

    ;

    τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785

    , cf. D.4.45.
    III regarded as a result:
    1 good fortune, success,

    δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5

    ;

    μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130

    ;

    τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315

    (lyr.);

    εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10

    .δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;

    ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33

    ;

    σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48

    , cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;

    τύχᾳ Pi.N.10.25

    , E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;

    τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077

    : c. gen. rei,

    Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115

    .
    2 ill fortune,

    τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317

    ; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;

    τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16

    ; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;

    δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653

    ;

    τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380

    , cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.);

    ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec. 425

    : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.
    3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',

    ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61

    ;

    πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34

    ; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;

    ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236

    ;

    ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377

    ;

    φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024

    : c. gen. rei,

    κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24

    . 22.
    4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;

    πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d

    ; freq. in prayers and good wishes,

    εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]

    ; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,

    θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1

    , 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);

    ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c

    ;

    ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18

    ;

    τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120

    , Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,

    ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675

    , cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;

    ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40

    ; also

    ἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869

    , cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; also

    τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4

    ;

    ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119

    : with κακός or equivalent words,

    τ. παλίγκοτος A.Ag. 571

    ;

    ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328

    ;

    ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323

    ;

    τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438

    ;

    πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E.Hec. 498

    ;

    ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471

    , cf. Th.5.102;

    ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e

    ;

    ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16

    .
    5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,

    τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2

    ;

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72

    ;

    ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980

    ;

    κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31

    ;

    ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32

    ;

    πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11

    ;

    τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1

    ;

    τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255

    .
    IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,

    τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157

    ;

    ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26

    ;

    νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29

    : personified,

    θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34

    (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers,

    ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI16

    (Halic., iii B.C.);

    διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8

    (i B. C.);

    νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14

    ;

    ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19

    (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the

    ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21

    (iii A. D.).
    2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
    3 position, station in life,

    ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258

    ;

    πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184

    , 198,204 ([place name] Panamara);

    οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48

    ;

    ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll.3.76

    ;

    οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5

    (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,

    βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1

    ,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
    V Astrol. uses:
    1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
    2 ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
    VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύχη

См. также в других словарях:

  • βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βαρεία — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας… …   Dictionary of Greek

  • βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»